United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι Τούρκοι ήσαν επί της θαλάσσης οποίοι και επί της ξηράς, αλλοίμονον δε εις τ' άοπλα πλοιάρια, άτινα έπιπτον εις χείρας των, και εις τους δυστυχείς επιβάτας των ! Δι' αυτών επληρόνοντο αι επιτυχίαι του Μιαούλη και του Κανάρη, ταύτα ήσαν τ' απατηλά τρόπαια διά των οποίων εκάλυπτον οι Τούρκοι ναύαρχοι την καταισχύνην των.

Ελησμόνησα διά μιας τον κάματόν μου και έτρεχα κ' εγώ ανά μέσον των πεύκων, τα οποία μ' εμπόδιζον να ίδω πόθεν έπιπτον οι τουφεκισμοί, και εκραύγαζα κ' εγώ κραυγάς ανάρθρους και αγρίας.

Επειδή δε κατετρίβετο πολύς χρόνος και έπιπτον πολλοί εκατέρωθεν, προ πάντων Πέρσαι, ο στρατηγός του πεζικού Άμασις επενόησε το εξής στρατήγημα· πεισθείς ότι δεν ηδύναντο να κυριεύσωσι την Βάρκην διά της βίας, αλλ' ότι ηδύναντο να κατορθώσωσι τούτο διά του δόλου, έπραξε τα ακόλουθα.

Εν τούτοις πάντες έπιπτον και επροσκύνουν αυτήν, και έλεγον προς αλλήλους, παρερχόμενοι ενώπιόν μου: — Πόσον ατυχείς ήσαν οι πατέρες μας! Τι έχασαν! — Πόσον ευτυχείς είμεθα ημείς! Τι έχομεν! — Πόσον ευδαίμονα θα ήνε τα τέκνα μας! Τι θα ίδουν! Και όλοι ταυτοχρόνως ελούοντο εις ιδρώτα και εις αίματα! Τούτο ελέγετο Πρόοδος, ω Διδάσκαλε.

Ενίοτε, λίθοι τινές, από ύψος κατερχόμενοι, έπιπτον με ορμήν και κακίαν κατά του προσώπου της. Τους τελευταίους τούτους εφαίνετο πράγματι ως να τους εσφενδόνιζεν αόρατος χειρ κατά της κεφαλής της. Αφού τέλος, μετά τόσον λιθοβόλημα, έφθασεν εις την Σκοτινήν Σπηλιάν, την πρώτην ημέραν, εκάθισε κι' αγνάντευε το πέλαγος.

Τα δάκρυά του έπιπτον κατά θρομβία επί του χώματος και αυτός εσκέπτετο την πλάνην και το μέγα άδικον της Εκκλησίας. Την αμάθειάν του εκάλυπτον τα ίδια παθήματα, ο πόνος εκείνος ο μύχιος της καρδίας, και τον έκαμνον αυτόν, ο οποίος άλλοτε δεν ετόλμα ουδέ να συλλογισθή τους νόμους της εκ φόβου μήπως αμαρτήση, τόρα να την κρίνη και να την καταδικάζη.

Ότε δε ήνοιξαν το παραπέτασμα του παραθύρου, βλέμμα μελαγχολικόν έρριψεν ο γέρων εις τα άνθη και εις τα δένδρα του κήπου του. Και τα μεν άνθη μαραμμένα παρουσιάσθησαν εις τους οφθαλμούς του· κατάχλωμα δε τα φθινοπωρινά φύλλα το έν μετά το άλλο έπιπτον κατά γης. Ούτως, είπε τότε ο γέρων, πίπτουν και οι άνθρωποι από το δένδρον της ζωής, σήμερον ο είς και αύριον ο άλλος.

Ο Αλκιδάμας όμως είχεν αποθηριωθή• και αφού έτρεψεν εις φυγήν τους αντιπάλους του, ήρχισε να κτυπά αδιακρίτως• θα έπιπτον δε πολλοί, εάν δεν έσπαζεν η βακτηρία του. Εγώ είχα σταθή πλησίον του τοίχου και παρετήρουν τα καθέκαστα, χωρίς ν' αναμιχθώ, διότι το πάθημα του Ιστιαίου με είχε διδάξη ότι είνε επικίνδυνος τοιαύτη ανάμιξις.