United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ήσυχος παρατηρητής θα βρη πίσω από ένα λεπτό παραπέτασμα κρυμένο το πορτραίτο της μητέρας, της πεθαμένης, της συμπαθητικής μαμάς, που πνίγηκε στην ατμόσφαιρα αυτή, που τίποτε καλό δεν μπορεί ν' αναπτυχτεί.

Αν πίσω από το παραπέτασμα δεν ιδήτε τότε ό,τι σας είπα, το κορμί μου να κάψετε, Άρχοντες!» Ο Αντρέ, ο Γκοντοΐν, και ο Ντενοαλέν, πιάστηκαν ποιος πρώτος θάχε τη χαρά να ιδή αυτό το θέαμα. Στο τέλος συνεφώνησαν υπέρ του Γκοντοΐν. Χωρίστηκαν. Την άλλη μέρα, την αυγή, ήθελαν πάλι συναντηθή. Την άλλη μέρα την αυγή, ωραίοι Άρχοντες, φυλαχθήτε τον Τριστάνο!

Από τα ζητήματα τούτα σ' ένα δράμα, που είναι και το πρώτο σας έργο, δεν μπορείτε βέβαια να ψάξετε σχεδόν τίποτε. Μα πολύ σωστά, αρχίσατε από το πρώτο και σημαντικώτατο• από την ερωτική γνωριμία του άντρα με τη γυναίκα, από τη θέση της γυναίκας αγνάντια στον άντρα. Ο έρωτας, ο γάμος, θελήσατε κ' εσείς να σηκώσετε μια δίπλα από το μυριόδιπλο και βαρύτατο παραπέτασμα.

Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ αργάκαι οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' αυτόν ως θανατική απόφασις. Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη. Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν.

Δεν γνωρίζω εάν εκοιμώμην ή ήμην έξυπνος, ότε ήκουσα αίφνης την θύραν του αντικρύ μου κοιτωνίσκου ανοιγομένην. Ήγειρα την κεφαλήν. Ο πατήρ της νέας, ανασύρων το όπισθεν της θύρας ερυθρόν παραπέτασμα, πελιδνός, έντρομος, έστρεφε τα βλέμματα προς το δωμάτιον της υπηρεσίας. — Ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ηρώτησα. Τι θέλετε; — Τον ιατρόν!... Η κόρη μου... Ανέβην δρομαίος εις το κατάστρωμα.

Ο Βινίκιος έμεινε γονυπετής πλησίον της κλίνης, εν προσευχή. Η ψυχή του ετήκετο εις απεριόριστον έρωτα. Ελιποθύμησεν. Ο Θεοκλής εισήλθεν επανειλημμένως εις τον κοιτώνα. Πολλάκις ανασηκώνουσα το παραπέτασμα της θύρας, η Ευνίκη επρόβαλλε με την κατάχρυσον κεφαλήν της. Τέλος οι γερανοί, τους οποίους είχον ανεγείρει εις τους κήπους, ήρχισαν να κροτώσιν, αγγέλλοντες την αυγήν.

Αφού απεσύρθη το παραπέτασμα, το χωρίζον το άτριον από το γραμματοφυλάκιον, η οικία έμεινεν ανοικτή από το έν άκρον έως το άλλο και διά μέσου του γραμματοφυλακίου, διά μέσου του τελευταίου περιστύλου της παρακειμένης αιθούσης, το βλέμμα εισέδυε μέχρι του κήπου, ο οποίος εφαίνετο ως φωτεινή εικών εντός σκιερού πλαισίου. Οι φαιδροί γέλωτες ενός παιδίου ηκούοντο εκείθεν μέχρι του μεγάρου.

Αν τολμούσε τώρα να δείξη απονιά όχι στο Θεομίσητο μα και στο δούλο του ακόμα, θα του ρίχνονταν όλοι και θα τον τελείωναν. Με άλλους τρόπους έπρεπε να πολεμήση την αυθάδεια του φταίστη του. — Ήρθε· είπε ο δούλος από την πόρτα. — Ας έμπη! Ο δούλος σήκωσε το μεταξωτό παραπέτασμα και φάνηκε στην πόρτα ο Θεομίσητος. Προσκύνησε από τη θέση του ταπεινά σαν φτωχοκακόμοιρος.

Ηνοίχθη, και είδα την γραίαν υπηρέτριαν, με τα δάκρυα ρέοντα εις τας παρειάς της, ανασύρουσαν το ερυθρόν παραπέτασμα, και τον ιατρόν με τας οφρύς συνεσταλμένας, με το πρόσωπον κατηφές εξερχόμενον του δωματίου. Δεν απηύθυνα ερώτησίν, δεν επρόφερα λέξιν. Ενόησα ότι επήλθε το τέλος! — Τι μένεις εδώ; μου είπεν ησύχως ο ιατρός. Έλα μαζή μου. Και με έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Πρέπει να προσκαλέσω την Μαριάμ ή τον Ναζάριον. Μία ωχρά κεφαλή ανοίγουσα το παραπέτασμα εφάνη. Ήτο η Λίγεια. — Έρχομαι να σας βοηθήσω, είπεν. Και η κόρη εξήλθεν επί μίαν στιγμήν εκ του κοιτώνος, όπου προφανώς ητοιμάζετο να κοιμηθή, διότι η κόμη της ήτο λυτή και ως μόνον ένδυμα είχεν, ένα στηθόδεσμον.