United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσπαθώ ήδη να ενθυμηθώ, εάν επί μήνας είδα ξένον αναβαίνοντα την κλίμακά μας και δεν ενθυμούμαι ειμή μόνον το κατηφές του Ζενάκη πρόσωπον. Εις την εξοχικήν ιδίως εκκλησίαν συνηντώμεθα, και εις τον αυλόγυρόν της, μετά την απόλυσιν των ακολουθιών, εγίνετο η συναναστροφή. Ήτο η Μεγάλη και πάλιν Τεσσαρακοστή.

Αίφνης παρετήρησαν τον Δημήτρην, μαζευμένον εντός του σεγουνίου του, κρύπτοντα εντός της σκεπής του καπότου ολόκληρον το κατηφές πρόσωπόν του. — Ο αφωρεσμένος!. . . ο αφωρεσμένος!. . . εφώναξαν εν εξάλλω ενθουσιασμώ.

Τα ξανθά παιδία έσπευσαν κ' έλαβαν το αιγίδιον, το χριστουγεννιάτικον δώρον των, και κυνηγούντα αυτό εις την μεγάλην αίθουσαν, τριζοκοπούσαν και από την σαθρότητα και από την χαράν, ηυφραίνοντο, τα ξανθά παιδία, και μετ' αυτών ηυφραίνοντο έτι πλέον, οι ευδαίμονες γονείς και η πολυπαθής μάμμη, κ' εγέλα, θαρρείς, κ' ηγάλλετο αγαλλίασιν πνευματικήν το πένθιμον και κατηφές εκείνο μέγαρον των φαντασμάτων.

Κατεχομένη υπό των αγνών και ωραίων εκείνων της ζωής συναισθημάτων, μεθ' ων, ως με δροσεράς συντρόφους, εξήρχετο εις την εξοχήν έξω, εμειδίασε τότε· και είδες αμέσως να λάμψη ημέρας φως εις το πρόσωπον εκείνο το ωχρόν και κατηφές. Να λάμψη λάμψις ωραιότητος και νεότητος αυγή, σαν ένας ήλιος της αυγής, θαρρείς.

Αλλ' αίφνης το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης. Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα.

Ηνοίχθη, και είδα την γραίαν υπηρέτριαν, με τα δάκρυα ρέοντα εις τας παρειάς της, ανασύρουσαν το ερυθρόν παραπέτασμα, και τον ιατρόν με τας οφρύς συνεσταλμένας, με το πρόσωπον κατηφές εξερχόμενον του δωματίου. Δεν απηύθυνα ερώτησίν, δεν επρόφερα λέξιν. Ενόησα ότι επήλθε το τέλος! — Τι μένεις εδώ; μου είπεν ησύχως ο ιατρός. Έλα μαζή μου. Και με έσυρεν εις το δωμάτιόν του.

Η παραλία αυτή εψάλη υπό των ποιητών· εδώ, κάτω από της καρυδιές παρά την βαθείαν κυανοπράσινον λίμνην εκάθητο ο Βύρων και έγραφε τους μελωδικούς στίχους του περί των καθειργμένων μέσα εις το κατηφές επί των βράχων φρούριον Σιγιόν. Εκεί, όπου η Κλαράν κατοπτρίζεται με τας φιλοδάκρυας ιτέας της μέσα εις τα νερά, περιεβάδιζεν ο Ρουσσώ αναπολών την Ελοΐζαν του.

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.

Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και πάραυτα εσκέφθη. — Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην άγριον και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να αιθριάση. Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο του σημάντρου οι ήχοι.

Υπό το κατηφές και ρυτιδωμένον μετωπόν του, ως υπό μέτωπον αληθούς γεωργού, φαίνεται υπολανθάνουσα ποιά τις διαύγεια και αγαθότης ψυχής· εκεί αντικατοπτρίζονται όλαι αυτού αι ημέραι, αι οποίαι όσον και αν είνε θυελλώδεις, υπενθυμίζουν μόλα ταύτα το θάλπος του καλοκαιριού: Ο Φλεβάρης ποτέ δεν θέλει να έρχηται εις διαπληκτισμούς με τους άλλους μήνας.