Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Αίφνης παρετήρησαν τον Δημήτρην, μαζευμένον εντός του σεγουνίου του, κρύπτοντα εντός της σκεπής του καπότου ολόκληρον το κατηφές πρόσωπόν του. — Ο αφωρεσμένος!. . . ο αφωρεσμένος!. . . εφώναξαν εν εξάλλω ενθουσιασμώ.

Κι' όθε περάση ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ... Το ξέρει. — Πόλεμο θέλω... πόλεμο... Ποιος είσαι συ που κρένεις; — Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε... — Αφωρεσμένος νάσαι Πώχεις ψυχήτη γλώσσα μας, 'ς αυτόν τον Άγιον Τάφο Να βλαστημήσης προδοσαίς... Αφωρεσμένος νάσαι... Κι' ο αντίλαλος εφτά φοραίς από σπηληαίς σε βράχους Από βουνά σε λαγκαδιαίς φαρμάκεψε ταγέρι Μ' εκείνον τον αφορεσμό.

Ένα πρωίπάντα πρωί, ξημερώματανα σου τον πάλι. — Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη; — Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ.

Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα, Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα, Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου· Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου, Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.

Τα χείλη του Ησαΐα Αραχνιασμένα και βουβάτον ύπνο τους σπαράζουν Και μουρμουρίζουνε βραχνά: — » Αφωρεσμένος νάναι» ... Έφτυσεν αίμα καταγής του Παπαγιάννη η γλώσσα Κι' ανταποκρίθηκε κι' αυτή: — » Αμήν... αφωρεσμένος.» — Εχάθηκ' ο διαλαλητής... ανατριχύλα... τρόμος. Μηρμύγκιαζε η Αρβανιτιά. Τάλογο του Βριόνη Τους διαχωρίζει εδώ κ' εκεί και τους δαγκάει την πλάτη. Σαλάγα τους Ομέρπασα!

Αγκαλιαστήκανε γλυκά κι' αδερφικά φιλιώνται Κι' ο παντρεμμένος τάλογο ταχυά καββαλλικεύει, Και διαπερνάει θάλασσαις και κάμπους και ποτάμια Και διαπερνάει και βουνά και πάει μακρυά 'ςτά ξένα. Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες. Ο αφωρεσμένος του αδερφός κ' η σκύλλα του η γυναίκα Γλυκά γλυκά αγαπήθηκαν και πέρναγαν μαζύ τους Και λησμονήθηκε τ' αντρός και τ' αδερφού η αγάπη.

Να είνε αφορεσμένος! είπεν αίφνης με σθεναράν φωνήν ο ιερεύς, περατώσας την ανάγνωσιν. — Αφωρεσμένος! απήντησεν ευθύς ομόφωνον και το πλήθος. — Καταραμένος! επανέλαβεν ο ιερεύς. — Καταραμένος! — Η γη να μη τον λυώση!. . . — Να μη τον λυώση! Και με την τελευταίαν λέξιν οι χωρικοί εστέναξαν βαθέως, ωσεί ανακουφισθέντες του εφιάλτου, του πιέζοντος πριν τα στήθη των.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν