United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νικολάκη δεν το λέγανε αυτό το παιδί; — Ναι. Μα τώρα έγεινε καπετάν Νικολάκης. Η κόρη εδώ μόλις εκράτησε την φωνήν της να μη εκραγή εις χαρμόσυνον ανακραύγασμα. — Λοιπόν το νόστιμον είνε τούτο, επανέλαβεν ο πρώτος ναύτης, επιτηδευόμενος τον ταξειδεύσαντα εις Αγγλίαν και επιδεικνύων τα αγγλικά του, τα οποία δεν επροχώρουν πλέον των δύο αυτών λέξεων.

Μετά μίαν στιγμήν ο Πέτρος εξήλθεν από την σκιάν μιας καμπής της οδού, επλησίασεν, έσβυσε με την κιμωλίαν το μαύρο σημάδι από την θύραν του Νικολάκη του Κουνιέλη, εχάραξε μαύρον εις την αυλόπορταν του Γιάννη του Τζαφέρη κ' έφυγεν.

Και μετά μίαν στιγμήν απήντησε γυναικεία φωνή·Μη!... Μη!... Μη!... Μη μου λερώνεις τη σκάλα! Όξω Αποστόλη! Τι σου ήρθε; Μουρλάθηκες, Αποστόλη! Τι καληχρονίζεις και καλό να μώχης; Τι Νικολάκη μου λες;... Εδώ δίπλα γιορτάζει ο Νικολάκης ο γείτονας... Θα ζαλίστηκες, πιστεύω, καϋμένε, απ' τα κεράσματα τα πολλά που ήπιες στα σπίτια! Στο καλό, Αποστόλη!

Ένα πρωίπάντα πρωί, ξημερώματανα σου τον πάλι. — Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη; — Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ.

Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται.. Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη; Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας; Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας.

Δίπλα εις την αυλήν ταύτης ήτο κολλητή μία άλλη αυλόπορτα, του Νικολάκη του Κουνιέλη, όστις θα εώρταζε την ημέραν εκείνην. Ο Αποστόλης έγραψε το μαύρον ιώτα, πλησίον της δευτέρας αυτής αυλόπορτας και απεμακρύνθη.

Την ιδίαν στιγμήν ο Πέτρος ο Γύφταρος, προβάλλει από μίαν γωνίαν εκεί, πλησιάζει και ίσταται έξω από την αυλόπορταν. — Καλή 'μέρα σας! Καλή χρονιά Χρόνους πολλούς!... Πολλά τα έτη σας! Να χαίρεστε το Νικολάκη σας! Να ζήσετε! Ό,τι επιποθείτε! Μ' ένα καλό γυιο, κόρη μου! Να χαίρεστε! Να είστε καλά! Να ζήση ο Νικολάκης! Ηκούετο ένδοθεν της αυλής, ερχομένη ηχηρά η φωνή του Αποστόλη.

Ο Ιμίν πασάς αφορμή γύρευε· και στέλνει διαταγή να κάμουν σουργούνι πέντε αρχόντους των Γιαννίνων, τον κυρ Δημητράκη Αθανασίου, τον κυρ Νικολάκη Τζίνη και τον κυρ Σπύρο Γγκούμα στα Μπιτώλια, το κυρ Δημήτρη Δρόσο και τον κυρ Γιαννάκη Νάγιου στο Πρεμέτι, και πρόσταξε να ξετάζουν τες δύο τσιούπρες του κυρ Γοργόλη στο Δεφδερδάραγά του που έστελνε εξεπιτούτου στα Γιάννινα.

Που αλήθεια τρώγει και κοκκινίζει, Μόνε σε τέτοια τη γλώσσα ορίζει. Κι' έχω μαρτύρους να το βεβιόσουν, Και την αλήθεια να μη προδώσουν. Έχω κυρ Σπίρο τον Αλαμάνο, Οπού μετάνοια βαθιά του κάνω. Τον Μπικιαρούλη, που συχνοπίνει, Τον Νικολάκη που καταπίνει. Κι' ο Μπρούτζος σ' τούτους, κι' ο Οικονομάτης Γραμματισμένος ανοιχτομάτης, Αφ' ού και δώκουν τη μαρτυρία, Δεν είναι άλλη αντιλογία.

Μπήκα κ' εγώ στο βαπόρι κι' άφησα δέκα φάσκελα πίσω μου. Πατρίδα μου λες! Είνε να ζήση άνθρωπος εκεί κάτω; Εγώ γεννήθηκα σε ξέσκεπο καλύβι. Συνήθισα να λέω την αλήθεια. Δε με σηκώνει αυτός ο αέρας... «Επληθύνθησαν αι ανομίαι», παιδί μου. Είχε σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές. Οι ανθρώποι σταματούσαν και κύτταζαν στο χαμηλό παράθυρο. Έλα, φτάνει πια, Νικολάκη.