United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού. Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε: — Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία... — Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι' ο φονιάς έχει καμμιά φορά το δίκηο του. Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσωμε. — Δε θέλω να γλυτώσω, είπε.

Του κάκου τον παρακαλούν οι Αλεξαντρινοί· όσο παρακαλούσαν, άλλο τόσο αυτός πείσμωνε, και τέλος όχι μονάχα από την Αλεξάντρεια, παρά κι απ' όλη τη χώρα τον ξόρισε. Βρήκε ως τόσο τρόπο ο Αθανάσιος κ' έμεινε στην πρωτεύουσα του, και παρηγόρησε τους πιστούς λέγοντας τους πως « σύννεφο είναι και θα περάση ». Πέρασε το σύννεφο, και γλήγορα μάλιστα.

Γιατί μπορούμε και τώρ' ακόμα να ξανοίξουμε απάνω στη στολή του Βασιληά ταγαπημένα του διάσηματον ήλιο να βγαίνη σχίζοντας ένα σύννεφο.

Ο καταμεσινός μάλιστα ο βράχος, ο μονόπετρος εκείνος ο δράκος, που μέσα στην αντηλιά φαινότανε σα σύννεφο, σαν καπνός, με την εκκλησιά σαν κορώνα στημένη στην περήφανή του κορφή, τέτοιο πράμα δεν το χώρειε η φαντασία του.

Κ' έρχεται μαζί του κ' η καταχνιά σα σύννεφο που το φυσούν οι ανέμοι. Σήκω, καημένη, και πάμε μέσα να προσκυνήσουμε. Ο Χάρος πρέπει να είνε και μαζεύει πάλι διαβάτες για τον άλλο τον κόσμο. Περμ. Τίποτις δε βλέπω, και του κάκου με τρόμαξες. Τι να είνε, ως τόσο οι θεοσκότεινες αυτές οι ραβδιές που τινάζουνται από πάνω κι ίσια στο δρόμο μας πέφτουν!

Πώς! μένεις ακίνητος; Αν ούτω πως εξαφανίζεσαι, λέγεις εις τον κόσμον ότι δεν αξίζει τον κόπον ούτε να τον αποχαιρετήση τις. ΧΑΡΜΙΟΝ. Ξέσπασε, σύννεφο πυκνό, και βρέξε, διά να ημπορέσω να ειπώ ότι κλαίουν και οι θεοί αυτοί! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τούτο με καταισχύνει.

Και πώς πάλι παραμόνευα στο τραπέζι, ή στη βραδινή μας συνάθροιση κάτω από το φως της λάμπας, εκείνη τη βιασμένη, την αφαιρεμένη έκφραση στο πρόσωπο της γυναικός μου, που ερχότανε σα σύννεφο και μας έκανε όλους βουβούς. Είτανε τότε σα να έφευγε η ψυχή της από μας και μας άφηνε μόνους.

Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέπαζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυφλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πη, με φέρνει σ' ένα στασίδι. Είταν το στασίδι του Ψάλτη. Ό,τι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας. — Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα.

Εχθρός δε του ανθρώπου, — ο χειρότερος, — είν' η απροβλεψία και η οίησις! Με κράζουν! — Το μικρόν μου το δαιμόνιον, εις σύννεφο επάνω παχνοσκέπαστο, με περιμένει. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ 'Πάμε, 'πάμε γρήγορα! Κι αυτή όπου κι αν ήναι ξαναέρχεται. Εν τω ανακτόρω εις Φόρες. ΛΕΝΩΞ Τα όσα είπα συφωνούν μ' όσατον νουν σου είχες.

Αν οι Έλληνες έκαναν την κριτική μονάχα της γλώσσας θα ήταν πάλιν οι πιο μεγάλοι τεχνοκρίτες του κόσμου. Η γνώση των αρχών της πιο υψηλής Τέχνης είναι και γνώση των αρχών όλων των τεχνών. Μα βλέπω ότι το φεγγάρι κρύβεται πίσω από ένα θειαφόχρωμο σύννεφο. Μέσ' από μια μαυρειδερή χαίτη, που αναταράζεται, λαμπυρίζει σαν μάτι λιονταριού.