United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός ο γνωστικός επιτηρητής έλαβε και το βάρος της ανατροφής μου· άρχισε να μου ερμηνεύη τον τρόπον του βασιλεύειν, και πολλά ογλήγωρα ήλθα εις την γνωριμίαν διά τα πάντα, μα η ακατάστατος τύχη, που δίνει και παίρνει καθώς της αρέσει τα σκήπτρα, και τες κορώνες, με εγκρέμισεν από τα ύψη του θρόνου εις μίαν φοβεράν άβυσσον.

Αλλά το ονάριον ως να επλήγη οδυνηρώς υπό των γυναικείων εκείνων φωνών καταπτοηθέν έλαβε ταχέως την κατωφέρειαν, και τρικλίζον έγεινεν άφαντον εις τον κάμπον. — Το πήρε το Ματώ, κορίτσια, το παίρνει ο κυρ-Δμάκης, ανεκραύγαζεν η γραία Φουλίτσα, δυσκόλως αναπνέουσα από τον βιαστικόν δρόμον: — Θα δέσουν παντρειές τα Χριστούγεννα, μου το είπεν η μάννα της!

Ο Ρήγας εσηκώθηκε, Παίρνει τον ταμπουρά του. Γλυκοβαρεί τον ταμπουρά, Και ψιλοτραγουδάει: « Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι, » Τ' αηδόνι τραγουδάει, » Φωνάζει ο κούκοςτα κλαριά » Κι' ανοίγει τα φτερά του

Καθένας με τα χέρια του στον κόρφο του χωμένα κυττάζει ολόγυρα να 'δή πούθε το χρήμα θάρθη και μήτε ταποτρίμματα στέργει να δώση σ' άλλους, και λέει: «καθένας μας εδώ κυττάει τον εαυτό του »κ' εγώ κυττάζω όσο μπορώ πειότερα ν' αποκτήσω· »πάντα φροντίζουν οι θεοί για τους τραγουδιστάδες. »Κ' έπειτα, ποιόν νακούσωμε; Ο Όμηρος φθάνει για όλους. »Για μένα πιο καλός, αυτός που χρήμα δε μου παίρνει

Τα χελιδόνια περνούσαν ασταμάτητα τριγύρω, πάνω από τα κεφάλια τους, σαν κινητή γιρλάντα από μαύρα λουλούδια, από μικρούς μαύρους σταυρούς. Οι σκιές τους έτρεχαν στο έδαφος σαν φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος, κι εκείνος θυμήθηκε τον πόνο που δοκίμασε όταν σηκώθηκε κάτω από τον άμβωνα, και τη σκιά στο πρόσωπο της Μαγδαληνής. Αναστέναξε βαθειά. Καταλάβαινε.

Είσαι προετοιμασμένος για να το αποδείξης αυτό; ΒΙΒΙΑΝ. — Αγαπητέ μου, είμαι προετοιμασμένος ν' αποδείξω οτιδήποτε. ΚΥΡΙΛΛΟΣ. — Ώστε η φύση ακολουθεί τον τοπιογράφο και παίρνει απ' αυτόν τις εντυπώσεις που θα κάμη; ΒΙΒΙΑΝ. — Βέβαια.

Εξαίρετη Κυρία, και φρόνιμη νοικοκυρά, και αρεταίς γεμάτη. Εβύζαξα την κόρην της, αυτήν που ωμιλούσες. Χαρά ς' εκείνον που θα ‘πή: «την έβαλατο χέρι, διότι παίρνει θησαυρόν. ΡΩΜΑΙΟΣ Του Καπουλέτου κόρη! Ω! τι γλυκός λογαριασμός! 'ς την κόρην του εχθρού μου την ύπαρξίν μου χρεωστώ. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Καιρός ν' αναχωρούμεν Τελειόν' η διασκέδασις. ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εγώ αυτό φοβούμαι.

Ήξερε αυτός από μικρός ότι όποιο παλληκάρι Αρπάξη τ' ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας, Εκείνη αφίνει τα νερά, τον παίρνει από κατόπι, Και γίνεται γυναίκα του και γίνεται 'δική του. Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι Και πάειτης πέτραις της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι Και ροβολάτη λαγκαδιά και χάνεταιτα πεύκα.

Να κοιμηθής γλυκά-γλυκά γιατ' είσαι αποσταμένος, Και σαν ερθούν ταδέρφια μου τον κόσμου οι αντρειωμένοι, Πέρνεις τα Μήλα τα Χρυσά και φεύγειςτην καλή σου. Κοιμάται. Κ' η Πεντάμορφητα παραθύρια βγαίνει, Παίρνει 'ςτό χέρι αργόχειρο και γλυκοτραγουδάει. Να κι' άξαφνα ξαγνάντεψαν τ' αδέρφια της 'ςτόν κάμπο, Κι' απαρατάει τ' αργόχειρο και πάει και τους προφταίνει.

Αλλ' ενώ άναβε το τσιγάρο του ο υπενωμοτάρχης, ο άλλος το βάζει άξαφνα στα πόδια. Ο υπενωμοτάρχης αγρίεψε, έγινε θεριό· τον παίρνει στο κατόπι μαζί με τους χωροφύλακες, λυσσώντας: — Εσύ 'σαι, αντίχριστε! Καλά έλεγα εγώ... δύο μήνες τόρα σάπισα για λόγου σου. Έτρεξαν πολύ.