Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.
— Δε φοβάται απ' αυτά ο κυρ-Δμάκης. Απήντησε μετά γαλήνης η Αχτίτσα. Κείνος τα παίρνει τώρα άμε γύρευε χρόνια· το λογαριάζει το μαξούλι ως την οκά, και δεν γελιέται. — Δε σ' λέω. Σωστό. Μώφαγε, αλήθεια, μισή οκά πέρσι και μια οκά πρόπερσι και τρεις οκάδες αντιπρόπερσι. Μα χαλάλι του. Ας είνε καλά. Εμένα μου τώδωσε πάλι ο Μεγαλοδύναμος.
Κάτι κερδίσαμε λοιπόν κι από το Βυζάντιο. Μα μήπως τάχα δε θαρρείτε πως κερδίσαμε κι άλλα, που δεν τα παίρνει το μάτι αμέσως, γιατί πρέπει να ψάξης κατάβαθα στην ψυχή, να τα δης μέσα της; Μήπως δε θαρρείτε πως του Κωσταντίνου ο στρατός, πως του Ιουστινιανού οι πόλεμοι, πως οι νίκες του Φωκά, πως του Βουλγαροχτόνου η ακαταδάμαστη πιμονή, πως τόσοι και τόσοι λαοί χτυπημένοι, τόσες μάχες, τόσα μεγαλεία, μήπως δε θαρρείτε, με τα δυστυχήματα μαζί, ναι! ως και με το πάρσιμο της Πόλης, δε θαρρείτε πως ζουν αφτά όλα στο αίμα το ρωμαίικο και μέρα την ημέρα το δυναμώνουνε; Ο σταβραϊτός, λέει το τραγούδι, θα δυναμώση, σα φάη κόκκαλα αντρειωμένου.
Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.
Να λυπάσαι τις γυναίκες — είναι καλές κι ανήξερες σαν τα παιδάκια· γυρέβουμε να μας δώσουν πράματα αδύνατα, που τα θαρρούμε δυνατά. Το νοιώθουν κάποτες οι ίδιες και πονούν. Εκείνες δε φταιν και δε φταίμε μήτε μεις. Η αγάπη, όπου περάση, ή σπέρνει ή παίρνει ζωή. Τέτοιος νόμος την κυβερνά και πάντα συντροφικά τρέχει πλάγι της ο Χάρος.
— Εκείνον που τρώει το λάδι· του απαντώ. Οι ναύτες όλοι σκάνε τα γέλοια. Εκείνος θυμώνει. — Να φύγης! μου λέγει· γρήγορα τα ρούχα σου και όξω. — Να φύγω· το λογαριασμό. Με παίρνει στην κάμαρη και αρχίζει να στρώνη τον λογαριασμό κατά τη συνήθεια του. — Την τάδε ημέρα συμφωνήσαμε· την τάδε μπήκες μέσα, την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είνε έτσι;
Τα ξέρεις αυτά του λόγου σου, που ζης μέσα 'ς τα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν αέρα; Τα καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το παίρνει, λέει, το σχέδιο. Και ωλόλυζε: — Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον δήμαρχο. Το παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου! — Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ; — Νά. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω.
Άλλως τε, επρόσθεσε, ούτε τραγικά, ούτε κωμικά συμβάντα υπάρχουν· είνε όπως τα παίρνει καθένας. — Την ιστορίαν, την ιστορίαν! Ο γέρων ήρχισε. Και τον ητενίζαμεν κατά πρόσωπον, ακούοντες με προσοχήν, ενώ ο πυρρωνιστής μας εχασμάτο ημικεκλιμένος επί ενός σοφά.
Καθώς έχει δυο μονάχα ανοιχτά μέρη και χίλιες τρύπες ο μαχαλάς αυτός, μόλις πατήση χωροφύλακας, ο ένας με τον άλλον παίρνει χαμπάρι κι από πόρτα σε πόρτα, από παραθύρι σε παραθύρι, από κήπο σε κήπο, από καλαμιές σε καλαμιές φεύγουν τρυπόνουν αναφαντόνονται οι νταλματζήδες κ' οι λαθρέμποροι.
— Τον βλέπεις, βρε, τον Χρόνη, τον γυιο του γέρω-Χρόνη, του Σπράχτορα; Μου έλεγεν ο πατέρας μου ο μακαρίτης — Θεός σχωρέσ' τονε. — Όλον τον χρόνον καλαναρχάει 'ς την εκκλησιά, ξεσκούφωτος, και σαν έλθουν τα Χριστούγεννα λέει το «η προαίρεσις δίδου» και συνάζει ασημένια, και παίρνει καινούργιο φέσι. Εσύ έχεις πλειο καλή φωνή απ' αυτόν. Εσύ καλαναρχάς πλειο καλά απ' αυτόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν