Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Δεν πολυβάσταξε ως τόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνη στα νερά του ο γέρος, κ' οι νοστιμιές του έπερναν κ' έδιναν πάλι. — Έλα τώρα να μας πιής κ' ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι. Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε νανοίξη το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάννα. Σύννεφο η μάννα κι αστροπελέκι.

Κατά τ' Αγρίνι κάτω Βρίσκει του Πίνδου του Σουλίου τον κόσμο το φευγάτο· Βρίσκει τον Κώστα πούχ' εκεί τη φαμηλιά του φέρει Και παίρνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του παίρνει. Να φύγη ο Κώστας δε 'μπορεί και πέφτει προσκυνάει. Τον ξέρει από τα Γιάννινα για πρώτοντο κυνήγι Και με τους άλλους σκλάβους του ο 'Μέρης δεν τον σμίγει, Μόνο να κυνηγάη Για το σουφρά του τον κρατεί και τον καλοταγίζει.

Έτσι με τέχνη τη δουλιά σαν την απόφτιασ' όλη, τα άρματα παίρνει και μπροστά στη Θέτη τ' απιθώνει. 615 Και κάτω αφτή απ' τις χιονιστές κορφάδες σα γεράκι πετάει, την αχτιδόλαμπρη αρματωσά κρατώντας. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή οχ τ' Ωκιανού το ρέμα ανέβαινε να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· και φτάνει η Θέτη φέρνοντας απ' το θεό τα δώρα κάτου στα πλοία.

Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη. — Τέτοιαν ώραν θα βγης; — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του. — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν έλθης.

Θυμόνω, » Ορμώ ς' τους Τούρκους από 'δώ, » Και από κει σκοτόνω, » Και η Μοίρα μου με έφερε » Στη μέση του να μπλέξω «'Στή μέση του το ιππικό » Του Κιουταχή με βάζει. » Να σφάζω τότε πόστασα, » Κόφτεται η δύναμί μου, » Και τέλος...βόλι εχθρικό » Μου παίρνει την ψυχή μουΔε σκόλασε· κι' ο Μπότσαρης Ο Μάρκος , τον φωνάζει.

Και σαν τονέ γυρίση στο μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός. — Κη χωρίς να τονέ γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ' λέω, πως απ' την Κεχρεά κ' εκεί θε νάχουμε θαλασσίτσα, είπε τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είνε αποθαλασσιαίς και δεν λείπουν, κατάλαβες, κι' ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι' ούλο στρήβει. Μα δε μας πειράζ' ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνω μ', ο Στεφανής σας παίρνει απάν' τ'!

Αυτόν τον στοχασμόν τον έβαλεν εις πράξιν, και έγινε καθώς επιθυμούσε. Επειδή την ερχομένην ημέραν, τον καιρόν που άρχισαν τον πόλεμον, ο Βεζύρης παίρνει τους Κιρκασίους, και αναχωρεί εν τω άμα, και άφησε τον Καλάφ με ολίγον στράτευμα.

Στα γεράματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξη καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πατέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γέρο Θωμά, να σκαρώση σπιτικό στο χωριό μας. Βλέπεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα^ μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς.

Ο ναύτης τρέχει αβάσταχτος μέσα στα χαλάσματα, αντιμετωπίζει το θάνατο για ναύρη χρήματα, βρίσκει, τα παίρνει, μεθά, κι' αφού κοιμήθηκε για να χωνέψει το κρασί, αγοράζει την εύνοια της πρώτης καλόβολης κοπέλλας, που συναντά πάνω στα ερείπια των γκρεμισμένων σπιτιών κι' ανάμεσα στους πεθαμένους και σ' αυτούς που ξεψυχούσαν.

Ο Ρούντυ ποτέ προτήτερα δεν είχε πάει τόσον υψηλά, ποτέ ακόμη δεν είχε πατήσει το πόδι του το εκτεταμένον της χιόνος πέλαγος. Εδώ εμπρός του έκειτο τώρα, με τα ασάλευτα χιονώδη κύματά του, από τα οποία ο άνεμος πότε-πότε παρέσυρε μακράν με το φύσημά του μίαν τουλούπα, όπως παίρνει με το φύσημά του τον αφρόν από τα κύματα της θαλάσσης. Οι Παγώνες ίσταντο εδώ χέρι με χέρι, ημπορεί να πη κανείς.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν