Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Τότ' ο Οδυσσέας κύτταζε 'ς το δώμα του αν κανένας 'κρύβετο ακόμη ζωντανός από την μαύρη μοίρα· και όλους τους είδε κατά γης αιματοκυλισμένους, πλήθος μεγάλ', ωσάν ψαριών σωρός, οπ' οι ψαράδες από την λευκή θάλασσα 'ς την κολπωμένην άκρη 385 σύραν με δίκτυ ολότρυπο· και αυτά σωρός χυμένα 'ς την άμμον όλα επιποθούν το κύμα του πελάγου, και την πνοήν ο ήλιος τους παίρνει ο φωτοβόλος. όμοια σωρός εκείτονταν 'ς τα χώματα οι μνηστήρες. του τέκνου του ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας 390 «Κάλεσε την Ευρύκλειαν, υιέ μου, την βυζάστρα, όπως εκείνης είπω εγώ κείν' οπ' ο νους μου θέλει».
Διότι διά την συγκοινωνίαν και επιμιξίαν του γάμου είναι ανάγκη να λείψη η άγνοια των προσώπων από τα οποία παίρνει κανείς γυναίκα και εις τα οποία δίδει, και πρέπει προ παντός να φροντίζη κανείς όσον είναι δυνατόν να μην απατάται διόλου εις τα τοιαύτα.
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τάλογο να το νοιαστή σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρη τον Προεστό. Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα.
Η δε Δικαιοσύνη μας παίρνει το φαρμάκι μας 'ς τα σύμμετρά της χέρια και έπειτα 'ς τα χείλη μας προσφέρει το ποτήρι. — Αυτόν εδώ η σκέπη διπλά τον προστατεύει· εν πρώτοις είμαι συγγενής, κ' υπήκοός του είμαι· δεσμοί μεγάλοι και οι δυο· προς τούτοις τον ξενίζω κ' εγώ την θύραν χρεωστώ να κλείσω 'ς τον φονέα, όχι επάνω του εγώ μαχαίρι να σηκώσω!
Είπα δι' αυτόν και αρκούν· τώρα διά μας θα ειπούμε και τι σκοπεύει τούτ' η σύνοδός μας, κ' είναι το εξής· στέλνομε αυτά τα γράμματα 'ς τον θείον του Φορτιμπράς, 'ς των Νορβηγών τον βασιλέα — οπού κειτάμενος και ανίκανος δεν ξεύρει τον σκοπόν του ανεψιού του — να τον αντικόψη να προχωρήση, αφού μέσ' από τον λαόν του τους άνδραις παίρνει και στρατόν μορφόνει ο νέος· ιδού διατί πέμπομε σάς απεσταλμένους, εσέ, Βολτίμανδε, και σε, Κορνήλιέ μου, τούτους τους ασπασμούς να φέρετε εις τον γέρον της Νορβηγίας βασιλέα· κ' εξουσίαν δεν σας δίδομεν άλλην να πραγματευθήτε μ' αυτόν παρέκει απ' ό,τι ορίζουν μέσα τ' άρθρα εδώ γραμμένα.
Σκότωσε τότε ο ένας τους τον άρχοντα Μενέστη, τ' Αρήθου γιο, που γέννησε στην πολυστάφυλη Άρνα 10 η ώρια η Φυλομέδουσα κι' ο ροπαλάς Αρήθος. Κι' ο Έχτορας τον Ηονιά τρυπάει στο σνίχι πίσω κάτου απ' το κράνος το στιλπνό, και τη ζωή του παίρνει.
Τον παίρνει όμως κι αυτόν από το μέρος του ο Ίλλος, κ' έτσι, ύστερ' από είκοσι μέρες ανόητη βασιλεία, ξεθρονίζεται ο Βασιλίσκος, και ξανανεβαίνει το θρόνο ο Ζήνωνας . Δυο λόγια του αξίζουν ως τόσο του Βασιλίσκου.
Η Νοέμι ξανάρχισε να ειρωνεύεται, αλλά η ντόνα Έστερ ακούμπησε το χέρι της στο χέρι εκείνης και είπε με ήπιο τόνο. «Του δίνει λεφτά η Καλίνα. Νομίζαμε ότι το ξέρεις, Έφις! Παίρνει από την Καλίνα με τόκο και ο Πρέντου του υπόγραψε κάποιες συναλλαγματικές, επειδή ελπίζει έτσι να μας πάρει το κτηματάκι. Καταλαβαίνεις!» Καταλάβαινε.
Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και παίρνει δρόμο, το τειχί τρεχάτα ακολουθώντας, έπειτα ομπρός στους Αίιδες πάει στέκει και τους κάνει «Αίιδες, των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε, ο γιος του θεογέννητου του Πετεού σας κράζει 355 να πάτε εκεί, και μια σταλιά στη μάχη να βοηθήστε — μάλιστα αν γίνεται κι' οι διο — καλυτέρα κι' οι διο σας να πάτε, τι άσκημη θα δουν γλήγορα εκεί φουρτούνα, τι έτσι οι Λυκιώτες αρχηγοί τον έσφιξαν, που αιώνια μες στις σφαγές σα σίφουνας τα πάντα συνεπαίρνουν. 360 Μα αν κόρωσε κι' εδώ η δουλιά και πολεμάτε, ας έρθει και μόνος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια.»
Κι όλον το κόσμο αρώτησε, κ' όλος ο κόσμος του είπε: Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλι. Χτυπούν τ' αδέρφια τάλογα και χάνονται 'ςτόν κάμπο. Φέρνουν τα Μήλα τα Χρυσά. Τα παίρνει ο παντρεμμένος Καββαλλακεύει τάλογο και γέρνει 'ςτήν καλή του. Μήνες μονάχα επέρασαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν