United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στάσου να ιδής πως αρχίζει· Στρατιώτες . . . — Αγάπα τα στρατιωτικά ; — Ναι, ναι· τώρα θυμήθηκα. Αγάπα τα στρατιωτικά, πάντοτε μάνθανέ τα. Στρατιώται ήσαν οι όλοι σου και πάπποι και προπάπποι. Και όλον το γενολόγι σου καλούς στρατιώτας είχε .. Μα επρόσθεσε συλλογισμένος· στρατιώτες είχε τάχα ή σοφιστές ; — Και τα δυο· είπε η κόρη.

Έβγα! — Μία, δύο·ώρα να γείνη το πράγμα... Ο Άδης είναι σκοτεινός ! ... Εντροπή, άνδρα μου, εντροπή! Στρατιώτης, και να φοβήσαι! Τι σε μέλει αν το μάθουν; Ποίος θα τολμήση να μας ζητήση λόγον;... Αλλά πού ημπορούσε κανείς να το φαντασθή, ότι ο γέρος είχε μέσα του τόσον αίμα! ΙΑΤΡΟΣ Το ήκουσες τούτο; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Ο Θάνης του Φάιφ είχε γυναίκα.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ας γίν' η δοκιμή. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Στάσου! Ο δυστυχισμένος θλιφτά πώς έρχεται σκυμμένοςτο βιβλίο! ΠΟΛΩΝΙΟΣ Παρακαλώ ν' αποσυρθήτε σεις οι δύο· εγώ θα τον πλησιάσω. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Με την άδειάν σας· Τι κάμνει ο καλός μου πρίγκιπας Αμλέτος; ΑΜΛΕΤΟΣ Με την χάριν του Θεού καλά. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κύριέ μου, με γνωρίζεις; ΑΜΛΕΤΟΣ Πολύ καλά· είσαι ένας ψαράς. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Όχι δα, Κύριέ μου.

Ο μπάρμα-Δημήτρης ουδέ παρετήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο ερίζοντας. — Και είνε και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος των δύο· το πήγα στον παπά-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά γράμματα, και μου το διάβασε τόσαις φοραίς.

Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης, ο οποίος ερχόμενος και αυτός προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με περισσότερην τιμήν από τους άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον μεγαλύτερον.

Τότε ο Ζευς οργισθείς διά την αυθάδειάν των, αλλά και μη θέλων να εξαφανίση τελείως το ανθρώπινον γένος, απεφάσισε, διά να τους καταστήση ασθενεστέρους, να τους διαχωρίση εις δύο. Τοιουτοτρόπως κάθε άνθρωπος τόρα είνε μια τσέτουλα ανθρώπου κομμένου εις δύο· και επειδή τείνει να επανέλθη εις την αρχικήν του φύσιν την διπλήν, εγεννήθη ο Έρως.

— Α, ο αδερφός σου! είπε η κόρη κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση. Εκείνος πήρε τα βιβλία τους μοναχά. Μα εμείς κληρονομήσαμε την ψυχή τους. — Εγώ θαν τα πάρω και τα δυο· είπε ο Δημητράκης με αυτοπεποίθηση· ναι; — Δεν ξέρω... δεν ξέρω... Πώς να το ειπώ το ναι. Δεν ξέρω· ψιθύρισε μακραίνοντας από κοντά του. — Δεν ξέρεις; την ρώτησε κείνος ρίχνοντας τα χέρια του παράλυτα. Ποιος το ξέρει λοιπόν;

Αι, τώρα τι θα πήτε; Δεν την είχεν ιδή άλλοτε; Και όμως αυτήν την φοράν του εφάνη εντελώς άλλη· του εφάνη ότι ανοίχθη ο ουρανός και ότι πρώτην φοράν έβλεπε το αληθινόν φως . . . Ίσως επειδή τον υπεδέχθη πολύ θερμά, πολύ εγκάρδια . . . η αλήθεια είνε ότι τον Αντωνέλλον ενώπιόν της τον κατέλαβε γλυκύς, άγνωστος τρόμος, ενώ εκείνη ήτο ολοπόρφυρος . . . Εσιώπων και οι δύο· πόσα όμως δεν έλεγεν η σιωπή αυτή!

Κυρία Ζοαγέλ, θα σας είμαι υπόχρεως να κάθησθε ολίγον ευπρεπέστερα, διέκοψεν ο κ. Μαγιάρ θυμωμένος. Ένα από τα δύο· ή θα κρατήσετε μίαν στάσιν, όπως αρμόζει, ή θα φύγετε αυθωρεί από την τράπεζαν. Εκλέξατε! Έκυψε την κεφαλήν, χωρίς ν' απαντήση. Αλλά νεωτέρα κυρία επανέλαβε το θέμα της συνομιλίας. Ήτο η ωραία νεάνις, την οποίαν συνηντήσαμεν εις την αρχήν των διηγήσεών μας.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Οσρίκε φίλε, δώσε τους τα ξίφη. — Αμλέτε ανεψιέ μου, ηξεύρεις πως έχομε βάλη το στοίχημα; ΑΜΛΕΤΟΣ Καλώς το ηξεύρω, Κύριέ μου· ετέθ' η διαφοράτο μέρος του αδυνάτου από την χάριν σου. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ποσώς δεν το φοβούμαι· σας είδα και τους δύο· πλην ο αντίπαλός σου επρόκοψε από τότε και δι' αυτό να γίνη έπρεπε η διαφορά. ΛΑΕΡΤΗΣ Πολύ βαρύ 'ναι τούτο· δώστε μ' άλλο να ιδώ.