United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καν-καμμιά δεν αγαπά και καν-καμμιά δεν θέλει Κι’ εσένα μόνον αγαπά κι’ εσένα μόνον θέλει.... Σε θέλει για γυναίκα του, για ποθητό του ταίρι, Και να σου φέρω μώδωκε τη τίμια του αρραβώνα.... Πάρε την, Μάρω, φόρα την κι’ ευτυχισμένη να είσαι!

Για πρώτη φορά χωρίς αμφιβολία αισθάνθηκα αυτό το ηδονικό αίσθημα να καταφλέγη όλη μου την ύπαρξη. «Μ' αγαπά: μ' αγαπάΚαίει ακόμη στα χείλη μου η ιερά φωτιά που έρρευσε χείμαρρος από τα δικά σου· νέα θερμή ηδονή είναι στην καρδιά μου. Συγχώρησέ με! συγχώρησέ με!

Φαίνεται όμως ότι έκαστος αγαπά το εις αυτόν φαινόμενον αγαθόν, και ότι γενικώς μεν αγαπητόν είναι το αγαθόν, ατομικώς δε το φαινόμενον ως αγαθόν εις έκαστον. Έκαστος όμως αγαπά όχι ό,τι είναι εις αυτόν αγαθόν, αλλ' ό,τι φαίνεται. Αλλά δεν έχουν καμμίαν διαφοράν. Διότι το αγαπητόν είναι πάντοτε φαινομενικόν.

Και έπειτα πάλιν ο δυστυχής Κιαμήλ ασπλάγχνως ερριμμένος παρά το Χάνιον του Γέρο-Μούρτου, κατατρυχόμενος υπό του πυρετού και όμως εκτεθειμένος εις τα ψύχη της νυκτός και τους καύσωνας της ημέρας, διά την ανέχειάν του, εξαιτούμενος εν τη παραφροσύνη του έλεος παρά μιας βάτου, ίσως της μνηστής του, και απειλών να σφάξη μίαν αγριαγκινάραν, ίσως τον φονέα του αδελφοποιτού του! — Και πώς να εύρη ο ατυχής νέος τον φονέα; Και πώς να εκδικήση τον αδελφοποιτόν του; Και τον εύρεν άρά γε; και τον εξεδίκησε; Και εάν εξεδίκησε τον αδελφόν της μνηστής του, διατί τότε τον εγκατέλιπεν εκείνη, ενώ ώφειλε να τον αγαπά διπλασίως τώρα; Βεβαίως ο ήμερος του Κιαμήλ χαρακτήρ δεν ίσχυσε να εκπληρώση το άγριον καθήκον της σκληράς, της αιμοχαρούς αυτοδικίας.

Και ηξεύρεις διατί; Διότι επήγαινα να ζητήσω μακράν εκείνο το οποίον είχα προχειρότατον . . . Μία ωραία γυνή αξίζει πάντοτε όσον το βάρος της εις χρυσόν, αλλά μία γυνή, ήτις περιπλέον σε αγαπά, είναι πράγματι ανεκτίμητος.

Χαίρετε, χιλιοχαίρετε, βουκολικές μου Μούσες, κάνετε τώρα νακουστούν κι αυτά μου τα τραγούδια που τα τραγούδησα κ' εγώ στους δυο βοσκούς εκείνους, κι ούτε να βγάλη η γλώσσα μου στην άκρη φουσκαλλίδα. Τζίτζικας τζίτζικ' αγαπά και μέρμηγκας μερμήγκι, γέρακας γέρακ' αγαπά κ' εγώ αγαπώ τραγούδι· κι άμποτε νάν' το σπίτι μου γεμάτο από τραγούδια.

Δε θα παραξενευόμουν αν εμάθαινα πως ακολουθά τη σχολή των ζωγράφων εκείνων που δεν αντιθέτουν και που δεν αντιχτυπούνε, μα που αρμονίζουν τα χρώματα. Αγαπά κι αφωσιώνεται· μα πιο πολύ δ ο υ λ ε ύ ε ι. Είναι θετική· αυτό το κύριο γνώρισμα της. Καταλαβαίνει.

Η δε Κορδηλία αγαπά τον πατέρα, όστις την εξώρισε και την κατηράσθη, τον αγαπά ως αν είχε προικίσει και περιθάλψει αυτήν. Εκστρατεύει χάριν αυτού, τον περιποιείται, τον παρηγορεί, αιχμαλωτίζεται μετ' εκείνου και αποθνήσκει εις το άνθος της νεότητος μη θελήσασα να παραιτήση αυτόν μόνον εν μέσω των εχθρών. Εν τω κειμένω απαριθμούνται έν προς έν τα άνθη και τα φυτά, δι' ων στέφεται ο παράφρων Ληρ.

Η Κορδηλία έχει, όπως και η Δυσδαιμόνα, μαρτυρικής, ούτως ειπείν, φύσεως την ιδιοσυγκρασίαν· αμφότεραι συναισθάνονται την ανάγκην του να θυσιασθώσι χάριν εκείνων, τους οποίους αγαπώσιν. Η μεν σύζυγος του Οθέλλου αγαπά τον σύζυγον και ενώ τοσούτον αδίκως και βαρβάρως τη φέρεται· προσκολλάται δε τοσούτω μάλλον εις τον Οθέλλον, καθόσον εννοεί ότι μυστική τις λύπη τον κατασπαράσσει.

Και ναι μεν, νομίζω πούτε καν δε θα προσβάλη αυτός τις πύλες, κι όχι βέβαια από δειλία, μα ξέρει πως ανάγκ’ είναι να σκοτωθούνε, αν θα καρποφορήσουν οι χρησμοί του Φοίβου° όμως σ’ αυτόν αντίκρυ θυρωρό θα τάξω εχθρόξενο το δυνατό Λασθένη, που είναι στη γνώση γέροντας, μα έχει κορμί ενός νέου γοργοπόδαρη ορμή κι όχι οκνηρό το χέρι τ’ απόσκεπα ν’ αρπάξη εχθρού με το κοντάρι° κ’ ή να σωπαίνει ή τα πρεπά αγαπά να λέη° μα η νίκη δώρο του θεού στον άνθρωπο είναι.