United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ναι μεν, νομίζω πούτε καν δε θα προσβάλη αυτός τις πύλες, κι όχι βέβαια από δειλία, μα ξέρει πως ανάγκ’ είναι να σκοτωθούνε, αν θα καρποφορήσουν οι χρησμοί του Φοίβου° όμως σ’ αυτόν αντίκρυ θυρωρό θα τάξω εχθρόξενο το δυνατό Λασθένη, που είναι στη γνώση γέροντας, μα έχει κορμί ενός νέου γοργοπόδαρη ορμή κι όχι οκνηρό το χέρι τ’ απόσκεπα ν’ αρπάξη εχθρού με το κοντάρι° κ’ ή να σωπαίνει ή τα πρεπά αγαπά να λέη° μα η νίκη δώρο του θεού στον άνθρωπο είναι.

Πώς ήξερε πεια τώρα ότι δε θα μπορούσε δίχως τη Βασίλισσα, ούτε να ζήση ούτε να πεθάνη. Ο Καερδέν σωπαίνει και παραξενεύεται. Αισθάνεται, αθέλητα, να μαλακώνη ο θυμός του. «Φίλε, λέει στο τέλος, θαυμάσια λόγια ακούω. Συγκινήσατε την καρδιά μου μέχρι του οίκτου. Υπομείνατε τόσες πίκρες που ο Θεός να φυλάη τους Χριστιανούς. Ας γυρίσουμε στο Κάρχαιξ. Την τρίτη μέρα, αν μπορώ, θα σου πω τη σκέψι μου».

Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή.

Πιάνεται η αναπνοιά μου, χτυπάει η καρδιά μου, λυόνει η ψυχή μου κι όμως θέλω να ξαναφιλήσω. Ω νίκη κακή! Ω αρρώστια παράξενη, που μήτε τ' όνομά της δεν ξέρω να ειπώ. Άρα γε μαγιοβότανο είχε φάει η Χλόη, προτού να με φιλήση; μα πώς δεν πέθανε; Πώς λαλούνε τ' αηδόνια και το σουραύλι μου σωπαίνει! πώς χοροπηδούν τα γίδια κ' εγώ κάθουμαι! πώς λουλουδίζουν τ' άνθη κ' εγώ στεφάνια δεν πλέκω!

Αλλά κι εκείνη, κακό χρόνο να’ χει, σωπαίνει. Ξέρει να κάνει τη δουλειά της, η συφοριασμένη. Κάνει τάχα πως πιστεύει ότι η Έστερ έχει πραγματικά υπογράψει τη συναλλαγματική του Τζατσίντο και λέει πως ζητάει μόνο ό, τι της ανήκει.

Μα μόλις ανέβαινε απάνω στην κάμαρη, σώπαινε-— Όπως σωπαίνει το καναρίνι όταν του ρίχνουν αποπάνω ένα σεντόνι Κι ο Νίκος άφηνε τη δουλειά του, έκοβε το σφύριγμα κι αφηγκραζόταν της Λιόλιας το τραγούδι και θυμόταν τις παλιές του τις καντάδες και τουρχότανε να τραγουδήση μαζί της. . . Κ’ η Βεργινία θυμόταν τα τραγούδια του Νίκουκ’ έχωνε το κεφάλι της κάτω απ’ το γαλάζιο πάπλωμα, σα να ναυαγούσε μέσα σ' ένα κύμα απελπισίας Ήτονε Φλεβάρης τώρα κι αποκριές ! Την Κυριακή της Τυρινής άργησε να γυρίση ο Νίκος το μεσημέρι.

Και κοντά σου περάσαν τόσα χρόνια, ευτυχισμένα πώς να μην τα πω; αν είναι η αγάπη αθόλωτη κι η ομόνοια, το βαθύ τους συ μ' έμαθες σκοπό, αν η ζωή είναι αστείρευτη κι αιώνια, τον πιο όμορφο της χάρισες καρπό· ω, μια ματιά σου μόνο ησυχασμένη πόση μέσα μου αντάρα δε σωπαίνει!

Μην έχοντας πλάνη ικανή να μας γελάσησπίτι να μας ανάψη φωτιάχέρι να σφίξωμεόνειρο ν' ακολουθήσουμεπηγαίναμε ανάμεσα στην πλάση χωρίς σκοπό, εγώ κι' η ψυχή μου. Η ψυχή μου είνε βουβή. Η χαρά την αποχαιρέτισε. Η ενέργεια την ξέχασε. Τα παρεκκλήσια τη διώχνουν. Κυττάζει τον κόσμο και σωπαίνει. Και τώρα, καθώς περνούμε ανάμεσα στην πλάση, πόσο είμαστε έρημοι!

Σωτηριάδης μας ονομάζει εμάς με τόνομά μας, και σωπαίνει για τον τρίτο; Το συλλογίστηκε; Δεν τόλμησε να τον πειράξη; Έχει μαζί του λιγώτερα προσωπικά; Δεν είναι τόσο στενός του φίλος; Πού να ξέρω; Πώς δε βάζει όμως τόνομά του, αφού μάλιστα λέει πως το «μαρτύριον» θαπομείνη αιώνιο , πράμα που πάντα είναι πολύ κολακεφτικό για κείνονε που το είπες; Εγώ φοβούμαι μήπως τάρθρο του κ Σωτηριάδη απομείνη για μας μαρτύριο , δηλαδή βάσανο, γιατί έτσι ξέρω τη λέξη.

Αγαπάει τη Βασίλισσα, κι' είναι φανερό για όποιονε θέλει να κυττάξη. Μεις δε θάν' το ανεχθούμε ποτέ». Ο Βασιληάς τους ακούει, αναστενάζει, χαμηλώνει το κεφάλι κατά τη γη, σωπαίνει. «Όχι Βασιληά, δε θάν' το ανεχθούμε πεια. Γιατί ξέρουμε τώρα ότι αυτή η είδησι, αλλόκοτη άλλοτε, έπαυσε πεια να σου φαίνεται παράξενη. Βλέπουμε ότι ανέχεσαι το έγκλημά τους. Τι θα κάμης; Σκέψου και συμβουλέψου.