United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αγαπάει τη Βασίλισσα, κι' είναι φανερό για όποιονε θέλει να κυττάξη. Μεις δε θάν' το ανεχθούμε ποτέ». Ο Βασιληάς τους ακούει, αναστενάζει, χαμηλώνει το κεφάλι κατά τη γη, σωπαίνει. «Όχι Βασιληά, δε θάν' το ανεχθούμε πεια. Γιατί ξέρουμε τώρα ότι αυτή η είδησι, αλλόκοτη άλλοτε, έπαυσε πεια να σου φαίνεται παράξενη. Βλέπουμε ότι ανέχεσαι το έγκλημά τους. Τι θα κάμης; Σκέψου και συμβουλέψου.

Με ξίππασες, καημένε, του κάνει η Ασήμω, συμμαζεύοντας τα τσακισμένα της φορέματα και μαλλιά. — Τι τήραες εκεί απάνω; της λέει ο Πανάγος, και στο πρόσωπό του συνανταμώνουνταν το χαμόγελο της αγάπης με το κοκκίνισμα της ντροπής. — Το σταφύλι, απολογιέται η μαζώχτρα, και χαμηλώνει τα μάτια. — Το σταφύλι λαχτάρησες; της ξαναλέει ζυγώνοντας, καθώς πηδούσε ο σκύλος στα γόνατά του λαχανιασμένος.

Τόσον ήτο γαληνιαία, θερμή και βαρεία η ατμοσφαίρα του θερινού εκείνου μεσονυκτίου και τόσον η γυναίκα αυτή διετήρει την ακαμψίαν αγάλματος. Αλλά, πράγμα παράδοξον, δεν χαμηλώνει τα μεγάλα φωτεινά της μάτια προς τον τάφον, εν ώ κείται σπαργανωμένη η μόνη της ελπίς. Τα στρέφει προς μίαν διεύθυνσιν παραδόξως διάφορον.

Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας και ώρες χαμηλώνει και χοντραίνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ' Αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο.

Από δω και πέρα μπορείτε να οικονομηθήτε απ' αλλού, γιατί αυτός περιφρονεί την αγάπη σας. Πήρε με μεγάλες τιμές γυναίκα του την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια, την κόρη του Δουκός της Βρεττάνης». Ο Καριάδος φεύγει θυμωμένος. Η Ιζόλδη η Ξανθή χαμηλώνει το κεφάλι κι' αρχίζει τα κλάμματα.

Αποτυχαίνουν και στο σκοπό τους αυτοί οι φιλανθρωπισταί κ' αισθηματολόγοι της εποχής μας που καθεμέρα και κοπανούν στον καθένα τα &προς τον πλησίον καθήκοντά του&. Γιατί η ανάπτυξη της φυλής κρέμεται από την ανάπτυξη των ατόμων κι όπου η αυτοανάπτυξη έπαψε να είναι το ιδανικό, το διανοητικό επίπεδο χαμηλώνει ευθύς και συχνά χάνεται τελειωτικά.

Ξέρω και γω, αφέντη μου, να, έτσι μου ήρθε. Και χαμηλώνει πάλε τα μάτια. — Και τίνος το είπες; — Να· της Λεμωνής, της Μορφούλας, και της Λενιώς. Όλες μαζώχτρες. Έσυραν αυτές ύστερα και πήγανε, λέει, να μαζώξουνε στην Κάντανο, και καλά Χριστούγεννα πια. Άρχιζε κι αναθάρρευε η Ασήμω. Η πολύ η ντροπαλάδα δεν είτανε φυσικό της. Είταν ο φόβος και τηνε συμμάζευε στην αρχή. — Και τώρα για πού;

Σέρνει κι' ο αητός παρόμοιαν, Κι' ανοίγει τα φτερούγια του και χαμηλώνει ολίγο, Κ' ύστερα πάλι ασηκώνεται κι' ολόρθος απομένει Ασάλευτος και σιωπηλός ωσάν μαρμαρωμένος. Κάποτε εμπρός τουτους γκρεμούς διαβαίνουν περιστέρια Και πέρδικες κι' άλλα πουλιά των λαγκαδιών, των βράχων, Και δεν τα καταδέχεται και δεν τα κυνηγάει ... Βοήν και ποδοβολητό ξάφνου τ' αγέρει φέρνει, Ακούεται κ' ένα σούριγμα.

Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν: — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη το παρακάμνετε. — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος, και δεν κρυόνω.