United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δημήτρη! ε, Δημήτρη! τον εκάλεσεν αίφνης φωνή από του αντικρυνού πεζοδρομίου. Ο εργάτης έστρεψε και είδε προ της θύρας υψηλόν βλαχοποιμένα στηριζόμενον επί της μακράς αγκλίτσας του να τον καλή εκεί. — Καλώς το γέρω Βαγγέλη· είπε πλησιάσας και σφίγγων την χείρα του· πώς εδώ τέτοια ώρα;

Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν. Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου. Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την απόφασιν της ζωής ή του θανάτου.

Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό. — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη. — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!

Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα, όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη.

Έπειτα πλησιάζων την Ακτήν και σφίγγων τους οδόντας: — Ακτή, εάν αγαπάς την ζωήν σου, εάν δεν θέλης να γίνης παραίτιος δυστυχιών, ειπέ την αλήθειαν· ο Καίσαρ την ήρπασε; Εις την σκιάν της μητρός σου και μα όλους τους θεούς, δεν είναι εις το παλάτιον; — Εις την σκιάν της μητρός μου, Μάρκε, δεν την επήρεν ο Καίσαρ.

Ο Κοριολάνος τότε εγείρων την μητέρα του, και σφίγγων την δεξιάν της, — Ενίκησας, είπεν, ω μήτερ, νίκην ευτυχή διά την πατρίδα, αλλ' ολεθρίαν εις τον υιόν σου· αναχωρώ, επρόσθεσε, μακράν της Ρώμης, νικημένος υπό της μητρός μου. Και η πολιορκία διελύθη αμέσως.

Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».

Η μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από το λίκνον της. Ο Βινίκιος ανέπνευσε. — Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι . . . . και δυστυχία εις αυτούς! — Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή.

Σιώπα, μη βλαστημάς· λάσκα, λάσκα. Ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας, ανοιγοκλείων τα όμματα, κρατούμενος σφιγκτά από το σχοινίον. Δεν εφαίνετο να εδειλίασε. — Κύτταξέ τονε, πώς κατεβαίνει, είπεν ο Ντάνας· σα νύφη καμαρωμένη. Τέλος ο Στάθης επάτησεν επί της εσοχής του βράχου. Εκάθησε καλώς, συνεμαζεύθη, με τα δύο σκέλη περιβάδην, επί της Ψαρής, ήτις εβέλασεν άμα τον είδεν.