United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ’ απ’ τις ανόητες νικημένος ηδονές το θάνατον εγέννησε στον εαυτό του, Οιδίποδα τον πατροκτόνο, που ετόλμησε στο αγνό χωράφι να σπείρη, της μητρός που ετράφη, μια φύτρα στο αίμα βουτημένη· κ’ η Αβουλία τους νύμφιους έσμιξε τους ξώφρενους σ’ ένα κρεββάτι.

Και να ο Έφις, νικημένος από τον ύπνο, νομίζει ότι ονειρεύεται μη μπορώντας ν’ ανοίξει τα βλέφαρα: βλέπει τον γέρο τυφλό να ανακάθεται, να στήνει αυτί, ν’ ακουμπά το χέρι στον κορμό της βελανιδιάς, να σηκώνεται και μετά από μια στιγμή δισταγμού να τον πλησιάζει και με το γαμψό του χέρι να τραβάει το δισάκι σαν να το ψαρεύει μες στο σκοτάδι.

Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, κάνει χρεία να πασχίσης διά να συνομιλήσης με τούτον τον διδαχτήν, και να τον υποχρεώσης αν ημπορέσης διά να σου ξεσκεπάση τα έσωθέν του, διά να ιδής αν είνε αληθινά εκείνα που λέγει. Έτσι θέλω ακολουθήσει, είπεν ο βασιλεύς· μα υστερώτερα πρέπει να μείνη ο νικημένος.

Αλλ' όμως και τα λόγια σου, μαζί κ' εσένα, τώρα μ' αυτό εδώ μου το σπαθί ς' τον δρόμον θα σας στείλω όπου δεν έχει γυρισμόν! Η σάλπιγξ ας λαλήση! Μάχονται. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ελέησέ τον! Άφες τον! ΓΟΝΕΡ. Σ' επρόδωσαν, Εδμόνδε. Δεν είχες χρέος μ' άγνωστον εχθρόν να πολεμήσης. Σ' εγέλασαν, σ' επρόδωσαν! Δεν είσαι νικημένος!

Κατόπι στάθηκε όρθιος κι' αφτά τα λόγια μίλησε στων Αχαιών τη μέση «Τ' Ατρέα οι γιοι κι' οι άλλοι εσείς χαλκοπλισμένοι Αργίτες, άντρες διο θέλουμε για αφτάτους πιο παλικαράδεςγροθιές να παίξουν στέκοντας αγνάντια δίχως δείλια. 660 Σ' όπιον ο Φοίβος αντοχή χαρίσει κι' έβγει πρώτος κατά πως όλοι εδώ θα δουν, αφτός να το μουλάρι ας πάρει αφτό τ' αμέρωτο και στην καλύβα ας σύρει· κι' ας πάρει τ' ομορφόπλουμο ποτήρι ο νικημένος

Μέρα και νύχτα στοχαζόμουνα τι μπορούσα να κάμω για να ξεφύγω τον κίντυνο που φοβόμουνα πως θα μου τάραζε τη χαρά του καλοκαιριού και τέλος νόμισα πως βρήκα το μέσο. Πρότεινα δηλαδή μια μέρα της γυναίκας μου να κάμουμε το γύρο όλης της Σουηδίας ως τους δυτικούς γιαλούς και το έκαμα γιατί ήθελα να τη νικήσω. Αιστανόμουνα πως θανοίγαμε μεταξύ μας έναν αγώνα και δεν ήθελα να βγω νικημένος απ' αυτόν.

Διότι και ο αγωνιστής του πεντάθλου, ενώ βγαίνει διαρκώς νικημένος όταν αγωνίζεται προς ένα έκαστον από τους αθλητάς αυτούς εις τα αγωνίσματα εις τα οποία έχουν ιδιαιτέρως εξασκηθή και ευρίσκεται διαρκώς εις την δευτέραν γραμμήν, μ' όλα ταύτα υπερέχει γενικώς από όλους τους άλλους αθλητάς και τους νικά.

Ο Κοριολάνος τότε εγείρων την μητέρα του, και σφίγγων την δεξιάν της, — Ενίκησας, είπεν, ω μήτερ, νίκην ευτυχή διά την πατρίδα, αλλ' ολεθρίαν εις τον υιόν σου· αναχωρώ, επρόσθεσε, μακράν της Ρώμης, νικημένος υπό της μητρός μου. Και η πολιορκία διελύθη αμέσως.

Ραψωδία Ζ Εκεί τότε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας κοιμώνταν, από κούρασμα κι' αγρύπνια νικημένος. κ' η Αθήνη επήγε εις τον λαόν και πόλιν των Φαιάκων, 'πού πρώτα εις την ευρύχωρην Υπέρειαν εκατοίκαν, σιμάτο υβριστικώτατο το γένος των Κυκλώπων, 5 'που ανώτεροιτην δύναμιν εκείνους αδικούσαν. εκείθεν ο θεόμορφος Ναυσίθοοςτην Σχερία τους πήρε κ' έστησε, μακράν των ευρετών ανθρώπων. με τείχη πόλιν έκλεισεν, έκτισε κατοικίαις, και ναούς έκαμε θεών, κ' εμοίρασε τους τόπους. 10 αλλάτον Άδη ο θάνατος εκείνον είχε πάρει, και ο Αλκίνοος εβασίλευε, 'που γνώσιν είχε θεία.

Σα φτάσανε στο παλάτι, ο νέος ο βασιλιάς ανιστόρησε στο γέρο τον πατέρα του τα βάσανα του πολέμου. Κι' ο γέρος, που τάκουγε δακρύζοντας, ανιστόρησε κι' αυτός τα βάσανα της χώρας, τις συφορές της μοίρας, το χαμό τον άδικο της βασίλισσας και τις λαχτάρες τις δικές του. — Ένας πόλεμος κ' η ζωή στον κάμπο και στο σπίτι. Κι' άλλος γυρίζει νικητής κι' άλλος νικημένος.