United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Των θεών μαντείες τι εγείνατε; Τον άνθρωπον όπου ο Οιδίπους να μη σκοτώση εξόριστος από τας Θήβας ζούσε μακρυά του, πέθανεν απ’ το γραφτό του κι όχι απ’ το χέρι του παιδιού, καθώς μαντεύαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω αγαπημένη κεφαλή της γυναικός μου, Ιοκάστη, τι με κάλεσες έξω για να ’βγω; ΙΟΚΑΣΤΗ Τον άνδρα τούτον άκουσε και καλά σκέψου, πως ανεμοσκορπίσθηκαν όλ’ οι χρησμοί.

Καλώς το το παιδί μου. — Τα χρόνια σε βαρένουνε... Πώς απερνάς; ..Πώς είσαι; — Μου φαίνεται πως ήρθα χθες. Εμπήκ' από μια θύρα Κι' από μιαν άλλη θα να βγω. — Πώς είμαι θες να μάθης; Η βρύσαις εκινήσανε, Οι μύλοι εσταματήσανε, Και τα βουνά εχιονίσανε Και τα δυο γινήκαν τρία.

«Να σηκωθής, μάνα, να μπαρκάρης, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτηνα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να της καταφέρης να ζητήσουν να βγω αθώος, κ' εγώ να γείνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά κι' αγαπημένα όλοι μας . . . Και να ιδούν πώς εγώ θα την αγαπώ, την Καρίκλεια, και πώς θα την έχω την πεθερά μου, να δουλεύω σα σκλάβος να της ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά . . . » Περαίνων ο φονεύς, επανήρχετο εκ τρίτου εις τα βάσανά του, και υπέσχετο ότι, άμα εξέλθη των φυλακών, θα φέρη πολλά ωραία πράγματα και στολίδια, διά να προικίση τας δύο αδελφάς του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια διά τα μικρά κοράσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.

Τώρα εγώ πάβω το θυμό, μηδέ τεριάζει αιώνια πείσμα να μου βαστά η ψυχή, κι' έλακαιρό μη χάνειςκράξε, Αγαμέμνο, στ' άρματα τους Άκουρους Αργίτες, τι τους οχτρούς θα βγω ξανά να δοκιμάσω, αν θέλουν 70 να καλορίσουν ως εδώ. Μα το πλεβρό θα γύρουν χαρούμενοι σα να θαρρώ όσοι έχουν ίσως τύχη απ' το σπαθί μου αλάβωτοι να βρουν το δρόμο πίσω

ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!. . . είνε σχεδόν ημέρα, κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα. Πώς γλίστρησε; ... τι εστάθηκε;... πού πήγε και μου χάθηκε;... Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω• ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.

Τότε ο μεγάλος Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Άσε με, Ελένη, αν μ' αγαπάς, τι δε μπορώ να μείνω. 360 Να τρέξω τώρα βιάζουμαι τους Τρώες να βοηθήσω, γιατί μετράνε τις στιγμές που λείπω από κοντά τους. Μον ξύπνα τον αφτόν, Λενιό, κι' ας κουνηθεί κι' ατός του, που μέσα ακόμα στο καστρί, πριν βγω, να με προφτάσει.

Κάποτε με πιάνει κάτι τι· δεν είνε αδημονία, ούτε επιθυμία, είνε μία εσωτερική άγνωστη ταραχή, που απειλεί να ξεσχίση το στήθος μου και που μου κλείνει το λάριγγα! Αλλοίμονο! αλλοίμονο! και έπειτα περιπλανώμαι στην τύχη ανάμεσα στις φοβερές σκηνές αυτής της εποχής, που είναι έχθρα στους ανθρώπους. «Χθες το βράδυ έπρεπε να βγω.

ΜΠΕΛΙΝΑ Λυπούμαι πολύ που σ' αφίνω, αγάπη μου· μα είνε απόλυτος ανάγκη να βγω για κάποια υπόθεσι που είνε αδύνατον να την αναβάλω. Θα γυρίσω πολύ γρήγορα. ΑΡΓΓΑΝ Πήγαινε, Μπελίνα μου, και πέρασε κι' από το συμβολαιογράφο σου για κείνο που ξαίρεις. ΜΠΕΛΙΝΑ Αντίο, παιδί μου. ΑΡΓΓΑΝ Στο καλό, αγάπη μου. ΑΡΓΓΑΝ — κ. ΑΡΓΓΑΝ Να, μια γυναίκα που μ' αγαπά σε απίστευτο βαθμό. κ.

Νογώ το λάθο, πώκαμα· οι αθρώποι δε μου φταίγουν. Σ' αυτούς δεν τύχαινε να βγω οι γριαίς δεν τους αρέγουν, Δεν είν' αυτό, αδερφούλα μου, εκείνο που πειράζει. Της λέει το Ψέμα, ως το φρονείς, κι' ο νους σου λογαριάζει: 90 Δε βλάβουν τα γεράματα, μον αφορμή κι αιτία Είν' της στολής η έλλειψι· δεν είν η ηληκία.

Μα τώρα μ' έπεισε η Λενιό με τα γλυκά της λόγια να βγω στον πόλεμο· θαρρώ καλύτερα κι' ατός μου έτσι να γίνει... σ' ένανε δε μένει πάντα η νίκη. Μον έλα στάσου, τ' άρματα τώρ ως να βάλω· ή σύρε, 340 κ' έρχουμαι εγώ κατόπι σου. Θαρρώ θα σε προφτάσωΕίπε, κι' αφτός απάντηση δε γύρισε να δώκει.