Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή, ή να 'ρθή και το Κρινιώ μαζύ; Τι λες εσύ, πεθερά; Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος·Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; είπε. Ας ερθή όποιος ερθή! Η Δελχαρώ εθρήνει ηρέμα κύπτουσα επί του λύκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγόν του. — Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε . . . Κ' έβλεπα κάτι όνειρα! . . . βρε, παιδιά!

Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: —Παπά, παπά!... —Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η πεθερά του... κ' η παπαδιά...

Ο ΦΙΝΤΗΣ εργοστασιάρχης Ο ΣΤΑΥΡΟΣ γιος του. Η ΑΝΝΟΥΛΑ κόρη του, 1415 χρόνο. Η ΓΙΑΓΙΑ των παιδιών, πεθερά του Φιντή. Πόρτα στο βάθος• άλλες πόρτες, δεξιά κι αριστερά, που φέρνουνε στις άλλες κάμαρες κ' ένα παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Ο Φιντής διαβάζει μόνος μια εφημερίδα. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Κάποιος σας ζητά, κύριε, από το εργοστάσιο. ΦΙΝΤΗΣ Εμπρός. Επιτρέπετε, κύριε Φιντή;

Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του 765 πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα, μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου· μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μουμα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα770 εσύ με μια σου συμβουλή τη γνώμη τους γυρνούσες.

Και τι λυκοφαμελιά να πης; Οχτώ κορίτσια, με συμπάθειο, τα δικά του μοναχά, άλλα δύο τ' αδερφού του, τη νύφη του, την πεθερά του, και τη συμπεθέρα του. Δε τόφτανε αυτό το μπλούκι, χήρεψε την περασμένη άνοιξη η πρώτη θυγατέρα του, και του κουβαλήθηκε κι αυτή. Από κακό σε κακό. Δεν ήξερε τι να πη.

Ναι, φοβούμαι πως μιλούσε μαζί τους γι' αγάπη και για γάμο, γιατί γνώριζε τη γλώσσα τους, όσο κανένας άλλος κ' ίσως ακόμα με τη δύναμη, που είχε η φαντασία της, είχε αρχίσει να αιστάνεται πως είναι πεθερά. Δεν ωφελούσε τίποτες ανίσως δοκίμαζε κανείς να πάρη την αγάπη του Σβεν από την αστεία όψη της.

Η πεθερά του Μιλέζου, καθισμένη στην ψηλή της καρέκλα σαν πρωτόγονη βασίλισσα, δεν έγνεθε από το φόβο της Τζομπιάνα, φλυαρώντας με την κόρη της που είχε πυρετό και με τις χλωμές υπηρέτριες που κάθονταν καταγής ακουμπώντας στον τοίχο. «Ο γαμπρός μου βγήκε πριν λίγο.

Θα εξακολουθήσης την εικόνα και έτσι θα εύρω κ' εγώ αφορμή να μιλήσω με το Γιωργάκη, να αναφέρω το όνομά σου και έτσι προετοιμάζομεν τα πράγματα... Μ α ρ ί α. Καλά. Τότε έρχομαι... Αφού θα μείνω μόνη με το μοντέλο μου. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Κατάμονες δυώ ώρες ολόκληρες. Έτοιμη μητέρα; Κα. Δεν μπορώ να καταλάβω τίποτε. Αλλοιώτικη γυναίκα, η πεθερά μου. Φαίνεται σαν άλλα να λέη και άλλα να αισθάνεται.

Δεν θέλω να μου πης τίποτε κακό για την μητέρα του Κώστα. Είναι άγια γυναίκα. Φαντάσου ότι ποτέ στη ζωή της δεν είπεν όχι για τίποτε, ούτε εις τον άνδρα της, ούτε εις τον γυιό της. Δ ώ ρ α. Και ο άνδρας της και ο γυιός της κάνουν ό,τι θέλει εκείνη πάντοτε... Μ α ρ ί α. Ωρισμένως, Δώρα, δε χωνεύεις τη πεθερά μου... Άφησε συ τα λουλούδια. Ά ν ν α. Πολύ καλά, Κυρία. Μ α ρ ί α.

Αστραπή ο Δημήτρης από βάτους, από θυμάρια, από βράχους και ρημοτοίχια, και βρίσκεται σπίτι του. — Αχ, και τάκουσες τα μαύρα τα μαντάτα; του λέει η κερά Φρόσω η πεθερά του, άμα τον είδε. — Και δεν τάκουσα; Έτρεξα κιόλας και του την έπαιξα του βρωμόσκυλου. Την ίδια ώρα θα τους θαφτούνε και τους δυο. Και της αποξήγησε τα γενάμενα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν