United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έξαφνα γίνηκε παγωνιά και φυσούσε νοτιάς· μου είπαν ότι ο ποταμός είχε ξεχειλίσει, όλα τα ρυάκια επλημμύρισαν, καθώς και κάτω στο Βαλάιμ η αγαπημένη κοιλάδα! «Τη νύκτα μετά τις ένδεκα έτρεξα εκεί έξω.

ΜΕΝ. Πώς; Εγώ έτρεξα εις τον θάνατον χωρίς κανείς να με καλέση Αλλ' ενώ ομιλούμεν, δεν σας φαίνεται ότι έρχεται μία βοή ως να φωνάζουν άνθρωποι από την γην;

&Ιστορία της κυρίας, που ευρέθη εις ένα σακκί.& Ακούοντας το λοιπόν έτσι, εσηκώθηκα ευθύς, και έτρεξα προς εκείνο το μέρος, που ακούονταν οι φωνές· και αγνάντια βλέπω άνθρωπον, που έκανεν ένα λάκκον. Εγώ βλέποντας έτσι εκρύφθηκα οπίσω εις ένα δένδρον διά να ιδώ το αποβησόμενον. Εκείνος αφού έκαμε τον λάκκον είδα που έβαλε μέσα ένα μέγα σακκί, και σκεπάζοντάς το με το χώμα έφυγεν.

Ήτο ο τρίτος κληρωθείς και εκέρδιζε πεντήκοντα πέντε χιλιάδας φιορίνια, υπέρ τας τριακοσίας χιλιάδας συριανάς δραχμάς! Έτρεξα ασθμαίνων ν' αναγγείλω την καλήν είδησιν εις την Χριστίναν, η οποία έλειπεν ευτυχώς εις επισκέψεις.

Κ' έτρεξα με την ψυχή στο στόμα να το πω του αφέντη μου. — Και ποιος είν' ο φονιάς; Α βαστούσες τουφέκι, θάλεγα πως εσύ είσαι, βρωμόπιστη. Άλλος χριστιανός εδώ απάνω δε φάνηκε σήμερις. — Ο Δημήτρης! Ο Κυρ Δημήτρης! Του Μιχάλη ο αδερφός! — Πήγαινε μέσα να φας. Άιντε, παλιογλωσσού, άιντε! Ανίσως όμως και μου λες ψέματα — — Ψέματα; Να! Και σταυροκοπήθηκε.

Με πέντε λεπτά τα χορταίνεις σε κάθε εφημερίδα. — Με τη διαφορά, απήντησεν αποτόμως, ότι ηκολούθησαν της κόρης μου, και δεν είνε για μένα το ίδιο. Την εφύλαγαν εκεί κοντά εις το τμήμα της Βάθειας. Έτρεξα να την σηκώσω στην αγκαλιά μου και να την πάω της μάννας της.

Εγώ ακούοντας τέτοια λόγια από τον ζευγίτην έτρεξα ευθύς να ιδώ τον υιόν μου· τον αγκαλιάζω, τον φιλώ, όμως αυτός δεν ηδύνατο να μου αποκριθή· κράζω ευθύς την θυγατέρα του ζευγίτου, την παρακαλώ και της τάζω όλα μου τα υπάρχοντα, αν ημπορή να μεταμορφώση τον υιόν μου εις την πρώτην του μορφήν.

Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν να με κράξουν.

Αχ! γιατί να στο δώσω; Μα μπορώ και να σου κρύψω τίποτις; Εσύ είσαι φίλος μου, ναι! ο καλήτερός μου φίλος είσαι συ· από παιδί σε γνωρίζω και σ' αγαπώ· έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη μαζί σου και για τούτο έτρεξα αμέσως να σου δείξω και το γράμμα του, για τούτο δε σου έκρυψα και τα κλάματά μου. Δεν ξέρω γιατί έκλαιγα· ζαλίστηκα κ' έκλαψα.

Και συνάζοντας φοβισμένος μερικά ξύλα έτρεξα εις την πολιτείαν. Ο ράπτης ως με είδε, με συνεχάρη, πως ήμουν υγιής, επειδή εφοβήθη να μη μου συνέβη κανένα κακόν εις δύο ημέρας που έλειψα.