Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ο κακόμοιρος ο Πάλμος! Μου μιλούσε για τη γλώσσα, μην τύχη και θαρρέψω πως αδιαφορούσε και δε συλλογιούνταν πάρα τα δικά του. Δε μου άρεσε όμως το γράμμα του, μάλιστα εκεί που έλεγε πως ίσως είταν καλήτερο να μην πεθάνη. Την άλλη μέρα, το βράδυ, είμουνα στο Παρίσι. Έτρεξα στην εξοχή που κάθουνταν ο Πάλμος. Η νοικοκερά ήρθε βιαστικά να μ' ανταμώση και μου τα είπε όλα.
Αστραπή ο Δημήτρης από βάτους, από θυμάρια, από βράχους και ρημοτοίχια, και βρίσκεται σπίτι του. — Αχ, και τάκουσες τα μαύρα τα μαντάτα; του λέει η κερά Φρόσω η πεθερά του, άμα τον είδε. — Και δεν τάκουσα; Έτρεξα κιόλας και του την έπαιξα του βρωμόσκυλου. Την ίδια ώρα θα τους θαφτούνε και τους δυο. Και της αποξήγησε τα γενάμενα.
Με τον Αλέξη Νούτσο Οπού τον είχε σαν παιδί, βλέπω το Γεώργη Κίτζο. Έτρεξα 'ς τη Βασιλική. 226 Ο Αλέξης Νούτσος ενέμετο σχεδόν αποκλειστικώς επί πολύν χρόνον την εύνοιαν του Αλή όστις και απεκάλει αυτόν παιδί του.
Αλλά ο Θεός μας λυπήθηκε. Τον ικετεύσαμε, έσωσε τη Βασίλισσα και ήτανε δικαιοσύνη που την έσωσε. Κι' εγώ επίσης πήδησα από έναν ψηλό βράχο, και γλύτωσα με τη βοήθεια του Θεού. Τι έκανα έπειτα το αξιοκατάκριτο; Η Βασίλισσα ήτανε παραδομένη στους λεπρούς, έτρεξα να την βοηθήσω, και την επήρα.
Περπατούσαμε πλάγι πλάγι σιγά, σα δυο φίλοι. Φτάξαμε σπίτι με τη νύχτα. Το πρωί πήρα το βαπόρι, ανέβηκα στο Σταβροδρόμι, έτρεξα στου Παβλή. Είταν πια φεβγάτος. Αμέσως πήγα στο Γαλατά, που μπαρκαρίζουνταν, και τον έφερα πίσω. «Να μη φύγης, να μείνης!» Και φιληθήκαμε και σφιχταγκαλιαστήκαμε. Μίλησα ο ίδιος της μητέρας της και τάσιαξα όλα.. Και την πήρε και τον πήρε. Γράφε μου, γράφε μου, καλέ μου.
Ως καλλίτερον λοιπόν έκρινα να κατέβω με την βοήθειαν κανενός εξ αυτών και να υπάγω προς τον Βοιωτόν Τειρεσίαν διά να μάθω παρ' αυτού, αφού ήτο μάντις και σοφός, ποία είνε η καλλιτέρα ζωή, την οποίαν πρέπει να προτιμήση ο φρόνιμος άνθρωπος• και αμέσως ανεπήδησα και έτρεξα με σπουδήν και κατ' ευθείαν εις την Βαβυλώνα.
Όταν η είδησις εκείνη έφθασε, μου φάνηκε σαν να εγίνουνταν γύρω μου φως. Μια τελευταία ελπίδα ζωής καλής, ζωής ωσάν εκείνη που ζήσαμε μαζή της πρώτες μέρες του γάμου μας, μου φάνηκε σαν να φωτοβολούσε στην ψυχή μου. Δεν έχασα καιρό. Έφυγα αμέσως. Κ' έφθασα εδώ την πρώτη μέρα των αγώνων Κ' αμέσως χωρίς στιγμή ν' αφήσω, έτρεξα στο Στάδιον. Μ α ρ ί α. Κ' ήσουν εκεί!
Τότε εγώ έτρεξα ευθύς εις τον κήπο, και έμεινα εκεί έως που ήλθεν η νύκτα. Αν την πρώτην φοράν έλαβα θλίψιν που είχα μείνει εκεί αργά, ετούτην ήμουν ανυπόμονος πότε να έλθη η διωρισμένη ώρα. Ερχομένη τέλος πάντων, βλέπω ολίγον υστερότερα μίαν κυράν, και από το περιπάτημά της εκατάλαβα ότι ήτον η Καλεκάρη.
— Όρισε, αποκρίθηκα στη φωνή, φίλησα την άρρωστη, πριν προφτάση να μεμποδίση, κιόταν γύρισα να φύγω διάκρινα το κεφάλι της μητέρας μου πάνω από το χαμηλό αυλόγυρο. — Επαδά 'σαι, μωρέ, πάλι; είπε η φωνή της μάνας μου πειο ξαγριωμένη. — Μη φοβάσαι, Βαγγελιό, πράμμα, είπα σιγά στην άρρωστη. Έπειτα έτρεξα έξω και στο δρόμο βρέθηκα μπροστά στη μάνα μου.
Το αγόρι κάθισε κουρασμένο στην πέτρα μπροστά στο καλύβι και έλυνε τα κορδόνια του ενώ ρωτούσε μήπως βρισκόταν τίποτε για να φάει. «Έτρεξα σαν ελαφάκι επειδή φοβόμουν τ’ αερικά......»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν