Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ήμην ήδη κεφαλαιούχος, είχα πέντε χιλιάδας γρόσια ! Έτρεξα προς την μητέρα μου να διακοινώσω την καλήν μας ταύτην τύχην, επέδειξα τον θησαυρόν μου, εζήτησα την ευχήν της και πλήρης ελπίδων και σχεδίων μετέβην μετά δύο ημέρας εις Σύρον. Εις Τήνον δι' έλλειψιν λιμένος δεν ήρχοντο μεγάλα πλοία, αλλ' υπήγαινον εις Σύρον, της οποίας ο λιμήν εθεωρείτο και υπό των Τούρκων ουδέτερος.
Μόλις όμως άκουσα ότι δεν κοιμήθηκε στο σπίτι, αλαφιάστηκα και έτρεξα στο νεκροταφείο, όπου δυστυχώς οι τάφοι ήταν όλοι τόσο ίδιοι που δεν μπορούσα να ανακαλύψω αυτόν που έψαχνα, αν και ξόδεψα τέσσαρες μέρες γυρεύοντάς τον.
Αχ, δεν ήξευρεν, όταν απέσυρε το χέρι της από το δικό μου. — Κατήλθαν την δενδροστοιχίαν, εστάθηκα, τους ακολούθησα με το βλέμμα μου υπό το φως της σελήνης, και ερρίφθηκα κατά γης και εξήντλησα τα δάκρυά μου, και ανεπήδησα, και έτρεξα μπροστά, και είδα ακόμη εκεί υπό την σκιάν των υψηλών φιλυρών το λευκό της φόρεμα να στίλβη εις την θύραν του κήπου, άπλωσα τα χέρια μου, και όλα αφανίσθηκαν.
Απεμακρύνθην από το καίον μέταλλον, προσεγγίζων προς το κέντρον της φυλακής μου. Απειλούμενος να καώ εσκέφθην την δροσιάν του φρέατος και η σκέψις αυτή ήτο διά την ψυχήν μου βάλσαμον. Έτρεξα προς το στόμιον του φρέατος και εβύθισα τα μάτια μου έως τον βυθόν. Η λάμψις της πυρομένης οροφής εφώτιζεν αυτό καθ' όλας τας διευθύνσεις του.
Ανέλυσα τον Έγελον, ανέλυσα τον Κάντιον, και κάθε άλλον σύμφωνον φιλόσοφον κι' ενάντιον, κι' οδούς με τούτους ώδευσα και σκολιάς κι' ευθείας και είδα τα κριτήρια εκεί της αληθείας και πάσαν ρίζαν κυβικήν του λόγου του ορθού και είπα «Πλάστα, φυλακήν τω στόματί μου θου». Και 'στόν Σπινόζα έτρεξα, τον Φίχτη και τον Μπίκτη, τον Σπένσερ και τον Βάκωνα και κάθε σκυλοπνίκτη, και γλώσσας ήκουσα πολλών και κοπτεράς κι' ευστρόφους, που την σοφίαν έκοπταν εμπρός μου σαν ψαλλίδι, και των Ρωμηών εδιάβασα τους νέους φιλοσόφους, τον Γειώργη τον Βυζιηνό και τον Ευαγγελίδη.
Πρέπει να τον αγαπάτε πολύ. ΜΙΣΤΡΑΣ — Έκαμα, κυρά μου, ό,τι μπόρεσα, καθώς είδατε. Όταν έγεινε το κ ά ζ ο εσείς είσαστε πέρα στο νησάκι με τον Τάσσο και την κόρη του. Έκανα ό,τι μπόρεσα σ' αυτή τη δυστυχισμένη και αφού ειδοποίησα όσους μπόρεσα να κρατήσουνε το πράμα μυστικό, έτρεξα κατευθείαν στο νησάκι. Σας επήρα.
Αλλ' όταν έφθασα υποκάτω εις την καμάραν του σπηλαίου, εύρον τόσον σκότος, που δεν έβλεπον πλέον πού με φέρει το τρέξιμον του νερού, το οποίον μέσα εις το υπόγειον ήτον σιγανώτερον· έτρεξα λοιπόν επάνω εις το νερόν εις το υπόγειον εκείνο το σκοτεινόν μερικές ημέρες, χωρίς να ιδώ παντελώς ακτίνα φωτός.
Δεν ημπόρεσα εις τούτην την θεωρίαν να κρατήσω τον θυμόν μου· τρέχω με ορμήν επάνω εις εκείνην την κόρην και της έδωσα πολλές μαχαιριές, και αν δεν ήτον ογλήγωρη διά να φύγη, την εθανάτωνα. Δεν επλήρωσα τον θυμόν μου μοναχά με αυτήν, αλλά έτρεξα προς τον άπιστον και επίβουλον Ναμαράν διά να ξεδικηθώ και με αυτόν.
Μόλις αυτός εισήλθε, και πάραυτα εισώρμησα μέχρι του κυλικείου, όπου απέθετε τον δίσκον με τα ποτά. — Θα πας σίγουρα, Κωσταντή; . . . Πώς σου ήρθε . . . έχεις συντροφιά; — Έχω, αν δεν με γελάση. — Ποιον; — Τον Αργύρη τον Τσαλαβούτη. Έτρεξα έξω. Επήγα εις έν υποδηματοποιείον δύο ή τρεις πόρτες παρέκει, διά να εύρω τον μικρόν ανεψιόν μου τον Διαμάντην, εργαζόμενον ως κάλφαν εις την τέχνην αυτήν.
Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας· φως εκρατούσε, κ' ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη· κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι. Αμέσως έτρεξα κ' εγώ τους φύλακας να κράξω. ΠΡΙΓΚΗΨ Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν