United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηθέλησα να κράξω: Δέσποινα ! αλλ έθεσε το δάκτυλον εις τα χείλη και ψιθύρισε βλέπουσα με:― Γλύτωσέ με, Λουκή! Και σκύψασα επροσποιήθη ότι συλλέγει άνθη, διότι ηκούσθη η βραγχώδης φωνή του ευνούχου, επιστρέφοντος διά να περιμαζεύση το ποίμνιόν του. Ηγέρθη η Δέσποινα και έτρεξε προς τα άλλα παιδία.

« Προβαίνουν με πεποίθησι, » Ότ' ήθελε μας σβύσει » Η τόση πούφεραν Τουρκιά, » Και πριν ξαναφωνάξω, » Δερβίσης μ' αποκρίνεται: » — Τ' Αλλάχ! . . . παντού να κράξω » Πηγαίνω! — Πρώτο μεςτη γη » Έρριξα το Δερβίση

Παρά να γείνη τούτο, έλα ω Τύχη, πρόβαλε καλλίτερα εμπρός μου, να πολεμήσωμεν μαζί, όσον ζωή μου μένει!... Ποιος είν' εκεί; ΜΑΚΒΕΘ Πήγαινε συ· περίμενετην θύραν ως που να κράξω. Χθες με σας δεν ήτο που τα είπα; Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Μάλιστ', αυθέντα μου. ΜΑΚΒΕΘ Λοιπόν, 'σκεφθήκετ' όσα είπα; Εκείνος σας κατέτρεξε τα περασμένα χρόνια, εκείνος, να το 'ξεύρετε· όχι εγώ ποτέ μου, καθώς το ενομίζετε!

Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο.

Δεν θα την κράξω εγώ να έλθη εις τον κήπον, θα φυλάξω την ώραν όπου θα ευρίσκεται εκεί. Αυτό είνε το μόνον σωστόν. Το άλλο δεν ταιριάζει. Πόσον ανόητος είμαι, συλλογίζομαι τώρα δύο ημέραις πώς ν' αρχίσω την ομιλίαν, με ποίας λέξεις, και το κυριώτερον είνε εις ποίον μέρος να την ευρώ, διά να της κάμω την ομιλίαν. Εις τον κήπον, όταν θα είνε εκεί μέσα. Ναι, αυτό είνε σωστόν.

Εκείνος μου παρήγγειλε να τον σκεπάσω διά να μη τον ιδής. — Καλά, είπεν ο ιερεύς σοβαρώς. Μη έλθης μέσα, εάν δεν σε κράξω. Και εισήλθεν εντός της καλύβης. Ο Γεροθανάσης εκάθισεν επί της πέτρας παρά την είσοδον και επερίμενεν. Έμεινεν επί ώραν πολλήν καθήμενος εκεί. Ηπόρει πώς ο ιερεύς ούτε φαίνεται ούτε ακούεται.

Μον σύρε εσύ στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, κι' εγώ τον Πάρη πάω να βρω και ναν τον κράξω, αν θέλει 280 και να μ' ακούσει μια φορά... έτσι π' αφτού ν' ανοίξει η Γης και ναν τον καταπιεί! Γιατί ο μεγάλος Δίας στον κόσμο μάς τον έστειλε για δυστυχιά και πίκρες των Τρώων και του βασιλιά κι' εμάς των αδερφών του.

Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας· φως εκρατούσε, κ' ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη· κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι. Αμέσως έτρεξα κ' εγώ τους φύλακας να κράξω. ΠΡΙΓΚΗΨ Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.

Ο Έρως προς τον Έρωτα λαχταριστός βαδίζει καθώς το μαθητόπουλον π' αφίνει το βιβλίον και όταν έλθη χωρισμός, 'σαν το παιδί γυρίζει όταν με μάτια χαμηλά πηγαίνειτο σχολείον. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε! Πσιτ! — Ω! την φωνήν του ιερακάρη ας είχα, το εύμορφον ιεράκι μου οπίσω να το κράξω. Αχ! η σκλαβιά είναι βραχνή και δεν τολμά να κράξη.

Όμως κι' εγώ, που την ζωήν πετώ εις τα σκυλιά, σπανίως τρέχω 'στήν Βουλήν ν' ακούσω κάθε ρήτορα, εκ φόβου μήπως έξαφνα βροντήση πιστολιά και κράξω προς βοήθειαν Χριστόν και Θεομήτορα. Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα, πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη... αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.