United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από της στιγμής εκείνης η Σεραϊνώ υπελόγιζε μετά βεβαιότητος ότι, εντός δύο ωρών το πολύ, το ζεύγος έμελλε να φθάση στο Κάστρον. Διότι δεν θα ήτο πιθανόν να πιστεύση τις ότι θα εξημέρωναν επί της ναυαρχίδος. Εσκέφθη ότι έπρεπε να ζητήση της Λελούδας το κλειδί, να υπάγη να διέλθη αυτή το λοιπόν της νυκτός αντικρύ, εις το μικρό σπητάκι εκείνης.

Εστήλωνε τα πόδια του, αντεστήλωνε το κορμί του, έκλαιε, κ' εφώναζε: «δεν πάω, δεν πάω». Όταν δε ο υπίατρος οδηγήθη στο σπητάκι της Λέκαινας, κ' εδοκίμασε να ιδή και να εξετάση τον κληρούχον, ο Γιάννης έπεσεν εις μίαν γωνίαν, εμαζώχθη, εκουβαριάσθη, εσταύρωσε σφιχτά τα χέρια του, έσφιξε τον αφαλόν του, έκαμψε τους πόδας του με τα γόνατα έως τον αφαλόν, και ηρνήθη να υποστή την εξέτασιν του ιατρού.

Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό εχαροποίησε μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον καταφύγιον, διά το οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα αλλοί εις αυτή! έως αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά έτυχαν άλλα πλέον μεγαλύτερα.

Ούτε εγώ δίχως εσέ». Σταματάει τ' άλογό της, κατεβαίνει, πηγαίνει σε μια φοράδα που βάσταζε ένα μικρό σπητάκι σκυλλιού στολισμένο με πολύτιμα πετράδια. Κει μέσα σ' ένα πορφυρό χαλί ήτανε ξαπλωμένος ο Πτικρού. Τον πέρνει στα χέρια της, τον χαϋδεύει, του κάνει χίλιες περιποιήσεις.

Ακολούθησα λοιπόν τον σκλάβον, ο οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν εις έναν απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι υπάγει να φέρη την κυράν του.

Έπειτα τον ξαναβάζει στο σπητάκι του, και γυρίζοντας κατά τη συστάδα λέει με δυνατή φωνή: «Πουλιά του δάσους που τόση χαρά μου φέρατε με τα κελαδητά σας, σας αγαπώ και σας χαιρετώ. Ενώ ο άρχοντάς μου Βασιληάς Μάρκος θα καλπάση για τον Άσπρο Κάμπο, εγώ θα μείνω στον πύργο του Σαιν-Λουμπέν. Πουλάκια, ελάτε κοντά μου κι' εκεί. Πλούσια θα σας ανταμείψω απόψε, σαν καλούς τραγουδιστές που είστε».

Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο.

Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα αβλαβής· Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις ετούτο το σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και όλον ετούτο που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας να αφήσω την ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε στεφανωθώ, και να πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι ηθέλησα να κάμω αυτό, διά να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από την πατρίδα μου με ένα Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει πολλήν αισχύνην εις όλην μου την γενεάν.

Ο Σκούντας ήρπασε τον βραχίονά της και εβίασεν αυτήν να ανορθωθή. — Δεν μπορώ να περιπατήσω, Μάχτο, είπεν η νεάνις. Διατί δεν εμβαίνομεν εις αυτό το σπητάκι; — Είνε κλεισμένον, εμορμύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε νανοίξης την πόρτα. Και η Αϊμά εδοκίμασε με τας τρεμούσας χείρας της να ωθήση αυτή την θύραν προς τα έσω. Αλλ' η αντίστασις ήτο ισχυρά. — Βοήθησε, Μάχτο, είπεν ικετικώς η νέα.

Αυτή η οικογένεια εκατοικούσεν εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον, και εκυβερνούνταν με το εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν υποκάμισα και άλλα, που από το Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να τους βάνουν κάποια άνθη διά να τους δίδουν ευωδίαν.