United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δυνάμεθα όμως να είπωμεν το «έρχου και ίδε»· υπό άλλο πνεύμα, Έρχου και ίδε ένα ετοιμοθάνατον κόσμον αναζωογονηθέντα, ένα κόσμον παρηκμακότα όστις εγεννήθη, ένα γηραλέον κόσμον ανακτήσαντα σφρίγος της νεότητος· έρχου και ίδε την αγάπην εισχωρούσαν εις την ειρκτήν του καταδίκου, την ελευθερίαν αποδιδομένην εις τον σιδηροδέσμιον δούλον· έρχου και ίδε τους πτωχούς και τους αμαθείς και τους πολλούς χειραφετηθέντας διά παντός από την αφόρητον τυραννίαν των πλουσίων, των πεπαιδευμένων και των ολίγων· έρχου και ίδε νοσοκομεία και άσυλα φιλανθρωπικά, ορθούμενα εις αιωνίαν φιλανθρωπίαν παραπλεύρως των ερειπίων των κολοσσαίων αμφιθεάτρων, τα οποία άλλοτε εβάφοντο με ανθρώπινον αίμα· έρχου και ίδε την εξαγνισθείσαν οικογένειαν· έρχου και ίδε τα άντρα της χλιδής και της τυραννίας μεταβληθέντα εις γλυκείας και ευδαίμονας οικίας, τους αθέους εις πιστούς χριστιανούς, τους πολυθεϊστάς εις αγίους.

Διότι αν δεν ήξευρες καθαρά ποίον πράγμα είνε όσιον και ποίον ανόσιον, ποτέ δεν θα επεχείρεις να καταγγείλης εις το δικαστήριον επί φόνω τον πατέρα σου, ένα γηραλέον άνθρωπον, διά να υπερασπίσης ένα μισθωτόν δούλον, ένα ημεροκαματιάρην.

Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο.

Πώς συμβαίνει όμως να θεωρήται ως γηραλέον έν έθνος, αποτελούμενον από νέους ανθρώπους; φαίνεται, ότι η ζωή και το σφρίγος, τα διαπνέοντα την ψυχήν ενός εκάστου ατόμου, δεν είνε ομοφυή και ομοούσια με την ζωήν και το σφρίγος του άλλου· συναντώμενα δε εν κοινή δράσει, παράγουσι κάτι αρνητικόν και αποκρουστικόν, αποτελούν εν συνόλω διαρκή εξουδετέρωσιν πάσης ενωτικής δυνάμεως· θα έλεγέ τις, ότι είνε νέφη, ετερωνύμως ηλεκτρισμένα, άτινα, συναντώμενα προς κοινήν δράσιν, αντί να ρίψωσιν από κοινού σκιάν ευεργετικήν επί του συνόλου, ρίπτουσιν ένα κεραυνόν.

Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας: — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;