United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά οχτώ μέρες τους ντύσανε και τους δυο με ένα κίτρινο ράσο και στόλισαν το κεφάλι τους με μια μίτρα από καρτόνι: η μίτρα και το ράσο του Αγαθούλη είχε ζωγραφισμένες φλόγες ανάποδες και διαβόλους χωρίς ουρά και νύχια· οι διάβολοι όμως του Παγγλώση είχαν και ουρά και νύχια και οι φλόγες ήσαν όρθιες.

Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε. Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας: — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;

Σκύλλα! πανούργα! Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Λύσσα με πιάνει! Παληογύναικο, πήγαινε σ' όλους τους διαβόλους. Είνε σωστό ν' αφίνουν ένα δυστυχισμένον άρρωστο έτσι ολομόναχο; Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Πόσον είμαι αξιολύπητος! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Αχ, Θεέ μου! θα μ' αφήσουν να πεθάνω εδώ μέσα! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν! ΑΡΓΓΑΝ Αχ! σκύλλα! αχ! κάθαρμα!

Πρέπει ο Έλληνας να βρεθεί σε κόσμο επικίντυνο, σε κόσμο αλύπητο, περιτριγυρισμένο από γκρεμούς και βάραθρα, από διαβόλους και Βουλγάρους, από τριβόλους και παγίδες, από στοιχειά κι από αίματα, ― σε κόσμο ζωής αληθινής.

Τούτος μας σώζειόχι και τόσο συχνάαπό τις άγριες φουρτούνες. Εκείνος όμως με μια του μαστοριά μας απάλλαξε σύγκαιρα από τους διαβόλους της Κόλασης και από τους αγίους της Παράδεισος, που νομίζω δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Δεν λέγω πως μου αρέσει να βλέπω τους διαβόλους με τα στριμμένα κέρατα, τις μακριές ουρές και τα σπαθωτά νυχοπόδαρά τους.

Μας το λέει διαρκώς και θέλει να μας παραστήση όλους τους άνδρες για διαβόλους που οφείλομε να τους αποφεύγωμε. ΚΛΕΟΝΤ Μου λες αλήθεια, Λουκίλη; ΚΛΕΟΝΤ Α! Λουκίλη, πώς με μια λέξι από το στόμα σου ξαίρεις να γιατρεύης όλους τους πόνους της καρδιάς μου, και με πόση ευκολία πιστεύομε εκείνους που αγαπούμε! ΚΟΒΙΕΛ Πώς ξαίρουν να μας καταφέρουν αυτές οι γυναίκες του διαόλου!

Έχεις συ, μάστορη, τόσην περιέργειαν; — Δεν λέγω. — Αλλά τι; — Αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Και ανεκατονόμουν μ' αυτούς τους διαβόλους... — Καλά, ύστερα; — Και ήμουν μέσα εις τα πράγματα, καθώς εσύ... — Αλλά σου είπα, δεν είμαι μέσα. — Ας είνε. — Λοιπόν λέγε. — Εγώ θα ήμουν μέσα, αν ήμουν εις την θέσιν σου. — Πιστεύω. — Και δεν θα με διέφευγεν ό,τι και αν εγίνετο. — Ας είνε.

Ιδούσα η Αϊμά ότι απέτυχε το άκρως αφελές εκείνο μέσον, εσκέφθη να μεταβή εις τον οίκον του αγρότου, και να παρακαλέση την μητέρα των δύο οχληρών να περιορίση ολίγον τας κακάς έξεις των. Τω όντι μετά δύο ημέρας μετέβη εις την μικράν έπαυλιν. Η γυνή του χωρικού ήτο ανίκανος όλως να παιδεύση τους δύο μικρούς διαβόλους.