United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις όμως έφθασαν απάνω στην εκκλησιά, ξεπρόβαλε και τους έλαμψε μες το πρόσωπο τόσο που θάμπωσαν τα μάτια τους. . . Καλωσορίστε !-τους είπε το φεγγάρι. Τι γινήκατε τόσον καιρό ; Κανείς δεν έρχεται να με ιδή εμένα που είμαι ολομόναχο πάνω στα βουνά.

Βλέποντας ο Λέοντας πως μπορούσε να καταντήση και φανερή, και θέλοντας νάχη δικούς του ανθρώπους, σκαρώνει με τρόπο μεγάλη και δυνατή φρουρά από βουνήσιους Ισαύρους, φυλή της Μικρασίας ξακουστή για την αντρειωσύνη της· μέτρο που μονάχο του σώνει να μας δείξη τι πήγαινε να πη Λέοντας, μια και στοχαστούμε πως το γερμανικό, δηλαδή το γοτθικό το στοιχείο δεν πολυσύφερνε να φουντώνη ολομόναχο στην Πρωτεύουσα, μέσα και να φοβερίζη κάθε λίγο την ειρήνη, καθώς τώρα με τον Ασπάρη, παρά χρειαζότανε κι άλλο στοιχείο να τους συμμαζεύη.

Τόσα μάγια κάνω εγώ των ανθρώπων: μπαίνω στις κάμαρες τους και τους φιλώ τα μάτια, πέφτω μες τις στέρνες τους και ξαπλώνομαι στα δρομάκια των περβολιών τους και σκαρφαλώνω μάντρες και γέρνω απάνω στις οξώπορτές τους και ξενυχτώ στα σκαλοπάτια : μόνο και μόνο για να βγούνε να με ιδούν· μ’ αυτοί μ' αφήνουν ολομόναχο απάνω στο βουνό μου.

Και μοναχό, ολομόναχο κρεμότανε σε μια προεξοχή του τοίχου το αντίγραφο της εικόνας του Σπάγγεμπεργ, που παράσταινε το θάνατο κ' έκανε τόσο στοχαστικό το μικρό Σβεν, της εικόνας, που την ιστορία της του διηγήθηκε η μαμά πολύ πρωτύτερα από την ημέρα, που έμαθε γι' αυτή ο ίδιος περσότερα παρόσα μπορούσανε να του διηγηθούν οι μεγάλοι. Έπειτα βρισκόταν εκεί κατιτίς άλλο ακόμα.

Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας. Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή.

Μες εκεί που ολομόναχο στενό και δυσέβρετο μονοπάτι φέρνει, από τα χρόνια εκείνα της παλληκαριάς και του πολέμου, από το ποτάμι στο Κακοσούλι απάνου, κι οπού τ' ανέβαιναν τότες η Σουλιώτισσες ζαλικωμένες με βαρέλες νερό και τραγουδώντας. Το σκοτάδι πίσσα περίγυρα. Κάτι λίγο ξεχώριζε μπροστά του τ' άσπρο ρέμμα του ποταμού που μούγγριζε σα να τον φοβέριζε να τον καταπιή.

Ολομόναχο το κοριτσάκι, αλαλιασμένο απ’ το φόβο του θανάτου έστριβε τα χέρια του. . έπειτα πήγε και γονάτισε μπρος στο κρεββάτι και φιλούσε το χέρι της Βεργινίας που κρεμόταν απόξω ; Βεργινία μου ! αγάπη μου Βεργινία! εγώ είμαι, ο Νίκος σου! έτσι της φώναζε, θαρρώντας πως θα την ξυπνούσε η δύναμη του αγαπημένου της ονόματος, γιατί αισθανόταν πως αυτήν και πεθαμένη θα την ξύπναγε εκείνο τόνομα. . . Και ξανασηκώθηκε απάνω και της έσταξ' αιθέρα στο στόμα, καταπώς είδε να κάνη ο Νίκος. . της έρριξε νερά στο πρόσωπο τόσο που την καταμούσκεψε.

Πώς ν' αφήσωμε τον καϋμένο τον παππού ολομόναχο και άρρωστο! Πριν ξημερώση, η Φωτεινή έκαμεν ένα δέμα τα ολίγα πράγματα, όσα της εχρειάζοντο, και, με την ευχήν του πατέρα και της μητέρας της εξεκίνησεν. — Ο Θεός να είνε μαζί σουτο δρόμο σου, της είπαν. Έπρεπε να περιπατήση όλην την ημέραν η μικρά κόρη, διότι ο παππούς εκατοικούσε πολύ μακρυά.

Σκύλλα! πανούργα! Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Λύσσα με πιάνει! Παληογύναικο, πήγαινε σ' όλους τους διαβόλους. Είνε σωστό ν' αφίνουν ένα δυστυχισμένον άρρωστο έτσι ολομόναχο; Ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Πόσον είμαι αξιολύπητος! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν. Αχ, Θεέ μου! θα μ' αφήσουν να πεθάνω εδώ μέσα! ντρελέν, ντρελέν, ντρελέν! ΑΡΓΓΑΝ Αχ! σκύλλα! αχ! κάθαρμα!

Κοκκίνισε και ντρεπόταν που κοκκίνιζε, αλλά αμέσως πήρε θάρρος και ρώτησε. «Μπορώ να πω κάτι; Εάν είναι λάθος, σαν να μην το είπα.» «Μίλησε.» «Το παιδί δεν μου φαίνεται κακό. Ανατράφηκε άσχημα μέχρι τώρα. Έχασε τους γονείς του τη χειρότερη στιγμή γι’ αυτόν και απόμεινε σαν ένα ολομόναχο παιδί μέσα στους πέντε δρόμους και έτσι χάθηκε. Πρέπει να τον ξαναφέρουμε στο σωστό δρόμο.