Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
— Είνε βαρύ και θα σε κουράση, μα σα θες, βάστα το σόλη τη στράτα. — Δε με κουράζει μένα. Ένα πράμμα τόσο επιθυμητό, μπορούσε να με κουράση; — Στ' ανέβασμα, μούπε ο Βασίλης, θα παίξης και την πρώτη σου τουφεκιά. Δε χρειαζότανε περισσότερο για να παύσουν οι δυσπιστίες κ' οι δισταγμοί μου. Ο δρόμος ήτον όλος ανήφορος, τριών περίπου ωρών, και το τουφέκι ήτο βαρύ για την ηλικία μου.
Σαράντα μέρες βάσταξε ταξέχαστο εκείνο το πανηγύρι· αξέχαστο, επειδή ως τέλος τη φύλαξαν τη γιορτή αυτή, τα γενέθλια της Πόλης. Τέτοια μεγαλοκάμωτη πολιτεία χρειαζότανε και νέους κατοίκους. Προσκάλεσε λοιπόν ο Βασιλέας Συγκλητικούς από τη Ρώμη, προσκάλεσε αρχόντους και νοικοκυρέους από Ελλάδα και Μικρασία. Τους διόρισε στην καινούρια Σύγκλητο και τους έδωσε σπιτότοπους για να χτίσουνε.
Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα. Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή. Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο.
Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παράκαιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλη και τους Έξ' από δω στην πατρίδα τους. Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν τόκαμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα τόχυσαν.
Ένοιωσα πως τώρα χρειαζότανε την πίστη της, πως τη χρειάστηκε πάντα, πως η πίστη αυτή είτανε τόσο βαθιά δεμένη με το βαθήτερο είναι της και πως ίσως θα είχε υποφέρει λιγότερο, αν δεν της κλονιζότανε ποτέ η πίστη αυτή. Το ίδιο ήξερα και γω πως δεν έχασα ποτέ ολότελα την πίστη προς κάποια συνέχεια μετά το θάνατο. Προσπάθησα βέβαια να κάμω με τη λογική τη σκέψη αυτή αδύνατη μπροστά στα μάτια μου.
Μα στάθηκε και πολύ χρήσιμος, με το να βάσταξε μια κοινή γλώσσα ίσια ίσια εκεί που χρειαζότανε τέτοιο όργανο για την ξάπλωση του Χριστιανισμού. Γλώσσα Ελληνική πάντα, όσο και νάρχιζε σιγά σιγά ναλλαξοθωρίζη, σα γλώσσα που είταν . Σαν απέθανε ο Ηρώδης, άλλαξαν πάλι τα πράματα.
Κι όταν σε τέτοιες στιγμές καθόμαστε μόνοι μας οι τρεις, συλλογιζόμαστε όλοι εκείνο που γινότανε πίσω από την κλεισμένη πόρτα, όπου η γυναίκα μου πάλευε να φτάση όλο και σιμότερα στα σύνορα, που τελειώνει η ζωή. — Ξέρετε από τι υποφέρει η μαμά; είπα μια μέρα. Ο Ούλοφ κοίταξε αλλού, χωρίς να μιλήση, ο Σβάντε όμως απάντησε: — Ναι. Δε χρειαζότανε κιόλας να ρωτήσω.
Κ' ενώ εκείνα μιλούσανε, ξαπλωμένη αυτή τα κοίταζε οληώρα κι άκουγε τι λέγανε σα να χρειαζότανε καιρό για να νοιώση πως όλα όσα έβλεπε κι άκουγε είταν πραγματικότητα κι όχι φαντάσματα. Έπειτα τα πήρε κοντά της και τα καλονύχτισε μ' ένα φιλί. — Τώρα θα γίνω γλήγορα καλά, είπε. Κι άμα έρθη το καλοκαίρι, ο μπαμπάς θα μας φέρη έξω στα νησιά. Δε χρειάζουμαι να ξέρω πού.
Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κιάνε κάμης δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου. — Μια και τσ' έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω. Λυπούμαι τη. Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίη και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία πούχα φτάσει.
Δε χρειαζότανε να ψάξουμε να βρούμε το δέντρο, γιατί το καλοκαίρι είχαμε ρθει συχνά κ' είχαμε φόβο πως θα πήγαινε κανένας να πειράξη το πραματάκι, που είτανε τόσο καλά κρυμένο και το θαρρούσαμε σα σφραγίδα της αμέτρητης ευτυχίας μας, μιας ευτυχίας, που μια στιγμή φάνηκε πως χάθηκε, όμως ξαναήρθε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν