United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες απάντησε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Πώς θες να σύρω αφού οι οχτροί μού πήραν τ' άρματα μου; Η μάννα πριν δεν ήθελε ν' αρματωθώ για μάχη εδώ πριν έρθει και ξανά τα μάτια μου τη δούνε. 190 Τι μούταξε απ' τον Ήφαιστο λαμπρά άρματα να φέρειΤότε η γοργόποδη Ίριδα του λέει κι' αφτή διο λόγια 195 «Ναί, αφτό το ξέρουμε κι' εμείς, τα όπλα πως σ' τα πήραν.

Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα. Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή. Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο.

Και θα έρθει μια μέρα που θα μου στείλεις ανθρώπους και θα ζητάς να γίνεις δούλα μου.» «Μπα! και ποιόν θα παντρευτείς; Τον Βαρόνο του Κάστρου;» «Θα παντρευτώ ζωντανό εγώ και όχι πεθαμένο.

Η Νοέμι τον κοίταξε έκπληκτη κρατώντας την κουβέρτα στην αγκαλιά. «Για ποιο πράγμα;» «Που θα έρθει ο ντον Τζατσιντίνο. Θα δείτε, είναι καλό παιδί.» «Εσύ πού τον γνώρισες;» «Φαίνεται από το γράψιμο. Μπορεί να κάνει πολλά. Πρέπει όμως να του αγοράσουμε ένα άλογο…..» «Και σπιρούνια τότε!» «…. Σημασία έχει να συμφωνήσουν οι εξοχότητές σας. Αυτό είναι το σημαντικό

Και γιατί;» «Έφις, άκουσα!», επανέλαβε με μονότονη φωνή, αλλά ξαφνικά η φιγούρα της τινάχτηκε, η σκιά ψήλωσε λες, έγινε τεράστια. Ο Έφις την αισθάνθηκε επάνω του σαν τίγρη. «Έφις, κατάλαβες; Εκείνος δεν πρέπει να ξαναπατήσει το πόδι του εδώ, ούτε στο χωριό! Εσύ, εσύ φταις για όλα. Εσύ τον άφησες να έρθει, εσύ είπες ότι θα μας προστάτευες από εκείνον… Εσύ…

Τον κοίταζε με τα γυάλινα μάτια της. «Α, είσαι ο Έφις; Ο Θεός μαζί σου. Λοιπόν, από ποιόν ήταν το γράμμα; Από τον ντον Τζατσιντίνο; Εάν έρθει, να τον υποδεχτείτε καλά. Στο κάτω κάτω γυρίζει στο σπίτι του. Είναι η ψυχή του ντον Τζάμε, επειδή οι ψυχές των γερόντων ξαναζούν μέσα στους νέους. Κοίτα την Γκριζέντα, την εγγονή μου!

Είπε, και ζητωκράβγασε τ' ασκέρι, όπως βουήζει το κύμα απάνου σ' αψηλή ακροβραχιά, σαν έρθει 395 και το θυμώσει ο σίφουνας, σε κάβο που προβάλλει και τον χτυπάν τα κύματα με κάθε αγέρα πάντα, απ' όθε αν τύχει και φυσάει, θέλεις βοριά θες νότο. Σηκώνουνται έπειτα, σκορπάν, και τρέχουν στις καλύβες φωτιά ν' ανάψουν και ψωμί να ψυχοφάν μια στάλα.

Θέλω να παρατηρήσω εδώ και το εξής: ο σοσιαλισμός πηγαίνει πλάγι στον κοσμοπολιτισμό. Και τον κοσμοπολιτισμό τον προβλέπω, έρχεται. Μα δεν τονέ φοβούμαι ούτε αυτόν, ούτε τον σέβομαι υπερβολικά, ούτε ξιππάζομαι μπροστά του. Θα έρθει και ίσως περάσει πάλι όπως τόσα άλλα. Και, το κάτω κάτω της γραφής, ο άνθρωπος είναι τόσο μικρό πράμα στον κόσμο τον απέραντο!

Τότε πήγε και έκλεισε την εξώπορτα για να μην έρθει κανείς ξαφνικά και τη δει να οδύρεται μ’ αυτόν τον τρόπο για το νεκρό υπηρέτη και μάθει ο κόσμος ότι τον άφησαν να πεθάνει μοναχό, ενώ για την οικογένεια εκείνη ήταν μια μεγάλη μέρα γιορτής.

Έκλεψε;» «Έκλεψε; Τρελός είσαι; Τώρα το κακολογείς κιόλας εκείνο το λουλούδι, εκείνο το ζωγραφιστό αγγελούδι. Τι να κλέψει; Δεν είναι ικανός ακόμη και αυτό να κάνει.» «Και… τι λέει; Θα γυρίσει;» «Εάν του έρθει καμία τέτοια ιδέα στο μυαλό θα του κόψω τα πόδια» είπε ο ντον Πρέντου και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.