United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αν κόρωσε κι' εκεί η δουλιά και πολεμούν, μα ας έρθει μονάχος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια350

Ήρθα να ζητήσω βοήθεια από σας.» «Από μένα;» «Ναι, από σας, από την αφεντιά σας. Τρεις μήνες τώρα οι αφεντιές σας δεν μ’ αφήνουν να πατήσω το πόδι μου εδώ. Έχετε δίκιο. Σήμερα το βράδυ, όμως, ονειρεύτηκα την ντόνα Μαρία Κριστίνα. Την είδα πλάι στο κρεβάτι μου, όπως τότε που είχε έρθει όταν ήμουν άρρωστη και έλαβα το άγιο μύρο.

Τελικά η θεία Νοέμι συνήλθε και με απομάκρυνε με το χέρι της, ενώ έλεγε: καλύτερα να είχα πεθάνει πριν έρθει αυτή η μέρα. Εγώ τη ρωτούσα: γιατί; γιατί; θεία Νοέμι, γιατί; Κι εκείνη με το ένα χέρι με απομάκρυνε και με το άλλο έκρυβε τα μάτια. Τι βάσανο! Γιατί ήρθα, Έφις; Γιατί;» Ο υπηρέτης δεν ήξερε τι να πει.

Ο Τζατσίντο ξαναπήρε το παιδικό του ύφος, όπως κάποτε, θλιμμένο και τρομαγμένο. «Α, όχι, όχι! Δε θέλω να έρθει!» «Δε θέλεις; Και πώς θα της το απαγορέψεις; Στο κάτω κάτω είναι η αρραβωνιαστικιά σου, υποσχέθηκες πως θα την παντρευτείς.» «Δεν μπορώ να την παντρευτώ. Αλήθεια δεν είναι ότι δεν μπορώ, Μικέλι; Δεν μπορώ και δε θέλω!

Πούθε ν' αρχίσω να θρηνώ, ποιος μου τον έχει φέρει; Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε· θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθ' η αγάπη

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με

Λοιπόν αν έρθει εδώ κανείς θεός να δοκιμάσει, μη θες εσύ με τους θεούς να πολεμάς τους άλλους 130 έτσι ανοιχτά· μα αν του Διός η κόρη η Αφροδίτη έρθει στη μάχη, τρύπα την αφτή με το κοντάριΈτσι είπε, και τον άφισε η φοβερή Παλλάδα, κι' εκείνος πάει στους μπροστινούς και ξανασμίγει πάλι.

Μα άδικα δεν πήγε το κοντάρι, παρά χτυπάει το Δημοκό, γιο του Πριάμου νόθο, που τούχε έρθει οχ την Άβυδο, πέρα οχ τ' αλογοθρόφι. 500 Αφτόν εκεί στο μάγουλο ακόντισε ο Δυσσέας, που για το φίλο του άναψε· κι' ως στα μηλίγγι τ' άλλο βγήκε ο χαλκός, και χύθηκε στα διο του μάτια η νύχτα. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Έτσι έκαμα την οδοιπορία της επιστροφής οπλισμένος, μένα ελαφρό μονόκαννο τουφέκι, δικό μου, κη χαρά μου ήτο μεγάλη. Στο δρόμο δε μας έτυχε τίποτε· αλλ' όταν φθάσαμε στο χωριό, μάθαμε πολύ δυσάρεστα πράμματα για το Βαγγελιό. Στην απουσία μας είχεν έρθει από την πόλη ένας γιατρός.

Κ' ήξερα κιόλας πως ποτέ άλλη φορά από την ημέρα που πέθανε ο Σβεν δεν είχα έρθει τόσο κοντά της, όπως τώρα.