United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μοντέκης αν δεν ήσουν, μη άλλος θα εγίνεσο; τι θα ειπή Μοντέκης; Μη τύχη κ' είναι πρόσωπον, ή χέρι, ή ποδάρι, ή άλλο μέρος του κορμιού; Ω! τ' όνομα ν' αλλάξης! Και τι σημαίνει τ’ όνομα; τ' άνθος που λέγουν ρόδον, με οποίαν λέξιν κι’ αν το 'πουν, το ίδιον θα μυρίζη. Και ο Ρωμαίος, τ' όνομα Ρωμαίος αν δεν είχε, την χάριν δεν θα έχανε που έχει φυσικήν του.

Και να το έπνιγε το πλοίον του, πάλιν δεν θα έκαμνε Χριστούγεννα με την Μυγδαλίτσαν του· ίσως και να την έχανε διά παντός. Κατέπεσε τότε η οργή του· και τω εφάνη τότε ότι τωόντι άραξε και αυτός εις της Τρεις-Μπούκαις, καθώς άραξε και το κατάμαυρον μπάρκο του.

Θα έχανε δε ούτω όλην την περιουσίαν αυτού το Αρκάδι, αν οι μοναχοί του δεν εφρόντιζον να εξασφαλίζουν διά δώρων και χορηγιών την προστασίαν ενός ισχυρού Τούρκου, όστις τους έσωζεν από την βίαν και την απληστίαν των πολλών. Η επανάστασις του 21 εύρε την μονήν του Αρκαδίου εις ικανήν ακμήν, χάρις εις την πολιτικήν ταύτην.

Απεφάσιζε να πέση εις τα πόδια του πατέρα του και να τον ικετεύση να επισπεύση την ένωσίν του με την Πηγήν, να του είπη καθαρά ότι του δεν ήτο πλέον δυνατή η ζωή χωρίς αυτήν, ότι θα ετρελλαίνετο. Αλλ' άμα έβλεπε τον πατέρα του έχανε το θάρρος του.

Και ο Χριστός θα της χαρίση την υγείαν της. Ο Βινίκιος έμεινε μέχρι της εσπέρας υπό τα τείχη της ειρκτής, επανήλθεν έπειτα εις τον οίκον του και είπεν εις τους ανθρώπους του να υπάγωσι να ζητήσωσι τον Λίνον και να τον φέρωσιν εις μίαν των επαύλεων του εις τα περίχωρα. Ο Πετρώνιος εξ άλλου δεν έχανε τον καιρόν του αδίκως. Έσπευσε να ίδη την Αυγούσταν.

Και ο υιός της, πρωτότοκος, ήγγιζεν ήδη το εικοστόν έτος. Και ήδη έχανε τον νουν του κ' εζητούσε να νυμφευθή. Του είχαν κάμει μάγια, αι γυναίκες, από τον Πέρα Μαχαλάν. Και του είχαν σηκώσει τα μυαλά του. Ποιος ηξεύρει τι μαγγανείας του έκαμαν, και τι του έδωκαν να πίη. Εγνώριζαν εκείναι από μαγείας . . .

Κι' όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τάστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι' αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθειάν αναπνοή κ' έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα....»

Το αγόρασεν ένας λούσιος αλεξανδρινός να το χαλάση και να κτίση μεγάλην οικοδομήν, και μας βγάζουν από το υπόγειον . . . Η κυρά-Μιχάλαινα επεθύμει αληθώς να σωθή από την παρουσίαν του Καπετάνιου, αλλ' όχι με αυτόν τον τρόπον, απομένουσα φερέοικος. Δι' αυτό εθλίβη κατάκαρδα. Εσώζετο ίσως ο άνδρας της από τον Καπετάνιονεσκέπτετοαλλ' έχανε την σειράν του.

Και άλλοι μεν απέθνησκαν εις την φυλακήν, άλλοι δε εξήρχοντο με υγείαν διά παντός κατεστραμμένην. Αλλά και μόνον η ιδέα ότι θα έχανε την ελευθερίαν του και μετ' αυτής την Ζερβουδοπούλαν, τώρα ότε ήτο σχεδόν βέβαιος περί της συναινέσεώς της, τον έφερεν εις απελπισίαν.

Η Κώσταινα, επειδής είταν μοναχή της, δεν εδέχονταν ξένους χωρίς γνώρο, αλλ' ακολουθούσε με τ' αυτί το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ... γκρουπ... γκρουπ... » και το γλυκό λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκ... » Ο αγνώριστος ξένος δέκα φορές έφερε το Χωριό άνω κάτω. Ξέταξε όλα τα σπίτια ένα-ένα, σα νάθελε να βρη καμμιά εξώθυρα γνώριμη, αλλά έχανε τον κόπο του του κάκου.