United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεινής όμως η αντιπάθεια είχε γίνη τρομάρα. Επέμενε να μας λέγη πως δεν έχουν τα δυο του μάτια, το ίδιο χρώμα· και έχανε την όψιν της σαν άκουε το πάτημά του. Μετά μερικές ημέρες την επεριμέναμεν ένα βράδυ να γυρίση από το εργοστάσιο για να διπνήσουμε• η ώρα όμως επερνούσε και δεν εφαίνονταν.

Είχε ένα ακατάπαυστο μίσος για μένα και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Τώρα που με είχε στο έλεός του, ήξερα ότι δεν θα έδειχνε οίκτο, και βέβαια είχα δίκιο. Τρελός από θρίαμβο και μανία, ήρθε στην φυλακή μου και μου ξέσχισε το δεξί μου μάτι. Έτσι το έχασα. Ο καταδιώκτης μου όμως δεν σταμάτησε εκεί.

Ή έπρεπε να επιμείνη, ή έχανε παν ό,τι εφαίνετο να είχε κερδίσει.

Και όταν θα ήτο καιρός, δεν θα ήτο δύσκολον να επανέλθη ο Μανώλης εις την τάξιν και πειθαρχίαν. Δεν έχανε μάλιστα πλέον λόγια διά να τον νουθετή. Όταν τον ήκουσεν εκ νέου να λέγη ότι δεν ήθελε την Πηγήν, ούτε ανησύχησεν, ούτε εθύμωσε, μολονότι εις το ήθος και τους λόγους του υιού του υπήρχεν εξαιρετικό ν πείσμα και αποφασιστικότης. Ούτε καν ηθέλησε να μάθη τα αίτια της νέας του επαναστάσεως.

Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. «Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα.

Αντικρύ εις το Πήλιον έμελλε να κρυφθή μετά μίαν ώραν το πολύ, αλλά πριν να κρυφθή θα έχανε σχεδόν το φέγγος του, όσον θα εκοντοζύγωνεν εις το μέγα βουνόν. Αι δρύες του Αραδιά εφαίνοντο ως να έρριπτον την σκιάν των προς τον ουρανόν και το φεγγάρι εθόλωνεν, εθόλωνεν. Εγώ είχα την ιδέαν ότι ο Κωστής θα είξευρε καλλίτερ' από εμέ τον δρόμον, ως νέος και κατοικών διαρκώς εις τον τόπον.

Ο Γερμανός Γύλων, γηραιός δούλος, όστις είχε χρησιμεύσει ως βοηθός τροφού εις τον Βινίκιον, και τον οποίον ούτος είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, τοις είπε: — Θα αναγγείλω το πράγμα, ναι· αλλά θα υπάγωμεν όλοι μαζύ, ώστε η οργή του να μη πέση επ' εμού και μόνου. Εν τω μεταξύ ο Βινίκιος έχανε την υπομονήν του.

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με

Διότι τι θα έπραττεν ούτος αν έχανε ολόκληρον βώδι, αφού χάριν ολίγου κρέατος τόσον πολύ θυμώνει; Οι άνθρωποι οι οποίοι, ως ήτο επόμενον, πολύ ευκολώτερα οργίζονται από τους θεούς, είνε εν τοσούτω τόσον ανεκτικώτεροι εις τα τοιαύτα.

Ο ντον Πρέντου γέλασε πάνω από το άλογό του, με εκείνο το βεβιασμένο γέλιο του με το στόμα κλειστό και τα μάγουλα φουσκωμένα. «Χθες βράδυ τον είδα να παίζει στου Μιλέζου∙ έχανε μάλιστα!» «Έχανε!», επανέλαβε ο Έφις χαμένος. «Όπως το λες! Θέλεις πάντα να κερδίζει;» «Εμένα μου είπε πως δεν έπαιζε ποτέ….» «Και τον πιστεύεις; Ακόμη και να τον πυροβολήσεις δεν λέει την αλήθεια.