United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήπως τους εφοβέρισες; μήπως τους κατήγγειλες; Δεν έκαμες καλά! — Έννοια σου, έννοια σου . . . μην ανησυχής! ούτε τους κατήγγειλα ούτε τους εφοβέρισα. Χρήματα μόνον τους έδωκα . . . να τα κάμουν ό,τι θέλουν· και τα χρήματα βλέπεις πώς τους άλλαξαν. — Είνε δυνατόν; — Φαίνεται. Διότι τα χρήματα, πρέπει να ηξεύρης, Ερμιόνη. . . .

Άλλαξε τ' αναστέναγμα, τ' αγέρα μέστα δέντρα, Άλλαξαν κ' η μοσχοβολιαίς των λουλουδιών για εμένα Άλλαξε της Αυγής το φως, της νύχτας το σκοτάδι, Άλλαξαν τη φεγγοβολιά, τ' αστέρια, το φεγγάρι, Κ' η κόρη απ' τότες άλλαξετα βάθηα της καρδιάς μου, Κ' εκείνη η αγάπη η παιδιακή, πούχα γι' αυτήν, η αθώα Έγεινε αγάπη της καρδιάς κι' όλο τον νου μου αγάπη· Απ' τότες άλλαξες και συ, φλογέρα μου, τον ήχο.

Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησετο κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενοςτα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430

Λαχτάρησα σαν νάπεσετα σωθικά μου σπίθα. Κι' όσο που η μέρες πέρναγαν γενόνταν φλόγα η σπίθα, Κ' η φλόγα μ' έκαψε βαθηά, όμως με τέτοια γλύκα, Οπ' άλλαξα με μιας ζωή· εθάμπωνε η ματιά μου Από μια λάμψι, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψι, Σαν κύτταζα τα μάτια της· σαν μου χαμογελούσε Έλεγα γη πως δεν πατώ, πως περπατώ τα ουράνια· Τα αίματά μου επάγωναν σαν κάθονταν σιμά μου Κ' έτρεμα σαν τον κάλαμο σαν μ' έπιανε απ' το χέρι· Και τα τραγούδια των πουλιών για εμέν' αλλάξαν τότες, Άλλαξε το μουρμουρητό της λαγκαδιάς, της βρύσις.

Είχεν υφάνει δύο δάκτυλα και περισσότερα με μεγάλην επιτηδειότητα, αλλ' έξαφνα εσταμάτησεν· είχε κοπή η κλωστή. Διώρθωσαν πάλιν το πάτημα· άλλαξαν και σαΐτα και κλωστή, αλλά τίποτε, τίποτε· η κλωστή πάντα έσπανε. Ας δοκιμάση η τρίτη, είπεν ο συμβολαιογράφος, αν και αυτή τόσον μικρά τι θα ημπορέση να κάμη. Εμβήκεν η μικρά κόρη εις τον εργαλειό.

Λέμε του καιρού εκείνου επίτηδες, επειδή κάτι αργότερα αν κ' έμεινε πάντα ο ίδιος ο ρυθμός, και σε τούτο στάθηκε η Αγιά Σοφιά πρότυπο, άλλαξαν όμως οι θόλοι, και σε πολλούς ναούς τους έστηναν απάνω σ' οχτάγωνους γύρους· αλλού πάλε βάζανε σωρό θόλους και στόλιζαν τους γύρους εκείνους με διπλά ή μονά παραθυράκια· καθώς κι άλλες παρόμοιες αλλαγές.

Την αυγήν ευθύς με έλουσαν εις το λουτρόν και με άλλαξαν με νέα φορέματα και επεράσαμεν όλην εκείνην την ημέραν εις ξεφαντώσεις· και πάλιν το βράδυ έλαβα άλλην εις το κρεββάτι μου και διά να μη πολυλογώ, επέρασεν ένας ολόκληρος χρόνος, που έκαμα αυτήν την τρυφηλήν και ξεφαντωτικήν ζωήν με εκείνες τες ευμορφότατες γυναίκες και κάθε βράδυ είχα μίαν εις το κρεββάτι μου.

Πρέπει να μεγαλώση· ο ίδιος ιστορικός νόμος που μας έφερε την καθαρέβουσα, μας έφερε και την αγάπη της δημοτικής και το θάρρος να την αγαπούμε. Άμα έγινε Ελλάδα, άμα κάμαμε βασίλειο ανεξάρτητο, άλλαξαν κ' οι ιδέες. Δεν είχαν πια ανάγκη οι δικοί μας να στολίζουνται με τεχνητή, με ψέφτικη δόξα· η δόξα τους η νέα είταν αληθινή δόξα.

Η Ελπίδα μετακόμιζε τώρα οριστικά στο σπίτι του Ευμορφόπουλου. Από την ώρα που πέθανε η κυρά Πανώρια άλλαξαν πρόσωπα και πράματα. Μα πιο πολύ άλλαξε ο Αριστόδημος. Πρώτα ο θάνατος της μάννας του κ' η ερμιά του μέσα στο σπίτι· έπειτα η χρηματική στενοχώρια τον έφεραν κάπως σε θεογνωσία. Έβαλε μεσίτες στο Δημητράκη για να κατεβή στο χωριό, να κυττάξουν τις δουλειές τους.

Άλειψε τη φάτσα του μ' ένα υγρό καμωμένο από μαγικό βότανο, φερμένο από τον τόπο του, κι' αμέσως το χρώμα κ' η όψι του προσώπου του άλλαξαν τόσο αλλόκοτα που κανείς στον κόσμο δε θα μπορούσε να τον αναγνωρίση. Έκοψε ένα κλαδί καρυδιάς, το έφτιασε ρόπαλο, και το κρέμασε στο λαιμό του. Κ' έτσι, ξυπόλητος, τράβηξε γραμμή στο παλάτι.