United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χώρια του εκεί καθήσανε οι διο θεές μονάχες δίχως μια λέξη ναν του πουν ή ναν τον χαιρετήσουν. 445 Μα αφτός στο νου του τόνιωσε το τι είχαν και τους είπε «Γιατί, Ήρα, τόσο, κι' Αθήνα, γιατί είστε μουδιασμένες; Μα Τι, αποστάσατε μαθές στη δοξοδότρα μάχη σφάζοντας Τρώες, π' άσβυστη κι' οι διο τους έχετε έχτρα; Λαχτάρα σας! με την αντριά και δύναμη μου πούχω, 450 δε με γυρνούσαν όσοι εδώ θεοί είναι στα ουράνια· μα εσάς τ' αφράτα στήθια σας πριν τάπιασε τρεμούλα, πριν δείτε καν τον πόλεμο και τα φριχτά του πάθια.

Της μικράς παιδίσκης εξηλείφθη ο μορφασμός της, το χαμόγελόν της έσβυσε και η μυτίτσα της η πλακαρή εσχηματίσθη εις προεξοχήν. Η νεαρά διδασκάλισσα εγέλασε. Δεν εφαίνετο να πιστεύη τα μάγια. Η Ουρανιώ συνέπλεξε τας χείρας της εν αδημονία. — Μάγια σας κάμανε, κυρία, μάγια!... — Δεν είνε τίποτε, Ουρανία· μάζωξέ τα να τα πετάξης έξω. — Εγώ κυρία, να τα πιάσω, με τα χεράκια μου!;

Έτσι οι παντοτινοί θεοί τους διο στρατούς τρακαίρνουν πυρώνοντας τους, και βαρύ στη μέση ανάβει πάθος. 55 Και βρόντησε άγρια των θεών κι' αθρώπων ο πατέρας οχ τα ούράνια· κάτωθες κι' ο Ποσειδός τραντάζει της γης τον όγκο, των βουνών τις αψηλές κορφάδες.

Λαχτάρησα σαν νάπεσετα σωθικά μου σπίθα. Κι' όσο που η μέρες πέρναγαν γενόνταν φλόγα η σπίθα, Κ' η φλόγα μ' έκαψε βαθηά, όμως με τέτοια γλύκα, Οπ' άλλαξα με μιας ζωή· εθάμπωνε η ματιά μου Από μια λάμψι, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψι, Σαν κύτταζα τα μάτια της· σαν μου χαμογελούσε Έλεγα γη πως δεν πατώ, πως περπατώ τα ουράνια· Τα αίματά μου επάγωναν σαν κάθονταν σιμά μου Κ' έτρεμα σαν τον κάλαμο σαν μ' έπιανε απ' το χέρι· Και τα τραγούδια των πουλιών για εμέν' αλλάξαν τότες, Άλλαξε το μουρμουρητό της λαγκαδιάς, της βρύσις.