United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε μάτι γυρίζει κατά το θρόνο που στέκει καταμεσής, όλοι απαντέχουν τη Βασιλική συνοδία που ζύγωνε. Προβάλλουνε τέλος αξιωματικοί, προβάλλουνε φύλακες, αυλικοί. Όλοι στο πόδι να χαιρετήσουν το Βασιλέα, που πρόβαλε τέλος και κείνος. Ανάστημα·, πύργος· κορμί περίτρανο· ώμοι πλατιοί, πρόσωπο ηγεμονικό.

Όσο πλησίαζε στο κτηματάκι, ανηφορίζοντας τη δημοσιά, άκουγε το παράπονο ενός ακορντεόν και νόμιζε ότι τον γελούσαν τ’ αυτιά του συνηθισμένα στους ήχους των πανηγυριών. Τόσα μακρινά πράγματα του έρχονταν στο νου και όλα τα φύλλα θρόιζαν τριγύρω για να τον χαιρετήσουν. Να η αιμασιά, να το ποτάμι, ο λόφος, το καλύβι.

Εμάς, η δουλειά μας αυτή δεν είναι. Μπαίνουμε λοιπόν και στο Παλάτι αυτό ξαφνικά, κ' ίσια στο νοικοκύρη. Όχι όμως σα σφίγγες. Εδώ από κρύφια και μαγικά τερτίπια ανάγκη δεν έχουμε. Εδώ μπαίνουμε σα δυο καλόγνωμοι πατριώτες, που ήρθανε να χαιρετήσουν το Βασιλιά τους. Ας βγάλουμε τα παπούτσια μας στο κατώφλι, να του δείξουμε πως ερχούμαστε από Τούρκικα μέρη, ίσως κ' έτσι πιώτερο μας πονέση.

Ο βαστάζος εθαύμασε πόθεν τούτο· οι πλούσιοι δεν έχουν τοιούτον ελάττωμα να καλούν εις την τράπεζάν τους τους πτωχούς και ποταπούς, καθώς είμαι εγώ ένας πτωχός βαστάζος, που οι πλούσιοι δεν καταδέχονται καν να με χαιρετήσουν, όταν εγώ τους προσκυνώ έως εις την γην· ας υπάγω όμως να ιδώ τι είνε τούτο το παράδοξον έργον του πλουσίου· και εάν ο υπηρέτης αυτός με εγέλασε, μα το όνομα του Προφήτου θέλω εκδικηθή εναντίον του.

Εγώ έπειτα κατέβην εις το σπίτι, έλαβα τας τρεις χιλιάδας φλωριά, που είχα κρύψει διά καιρόν ανάγκης, και άνοιξα το εργαστήριόν μου κατά την πρώτην μου συνήθειαν. Τότε έτρεξαν όλοι να με χαιρετήσουν και να με συγχαρούν διά την επιστροφήν από το ταξείδιον.

Ξεχάστε το θυμό σας, και δώστε μας πάλι την αγάπη σαςΟλόρθος σηκώθηκε ο Μάρκος στης σκάλες του αλόγου του: «Όξω από τον τόπο μου, προδότες! Ποτέ πεια δε θάχετε την αγάπη μου! Από σας, έδιωξα τον Τριστάνο. Όξω λοιπόν και σεις από τον τόπο μου! — Καλά, ωραίε Βασιλιά. Οι πύργοι μας είναι οχυροί, για ν' ανέβη κανείςΚαι χωρίς να χαιρετήσουν, γύρισαν της πλάτες.

Λέγει ο Αϊδήν, είμαι και εγώ με την ιδίαν γνώμην. Και ακολουθούντες τον δρόμον των, έφθασαν την τρίτην ημέραν εις τον τόπον όπου είχαν αφήσει το στράτευμά των. Και ως έμαθον οι άρχοντες αυτών τον ερχομόν των, έτρεξαν όλοι διά να τους χαιρετήσουν, και επρόσταξεν ο βασιλεύς της Ινδίας να γυρίσουν οπίσω εις την πολιτείαν.

Και όταν πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ.