United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα παράξενα αντικείμενα που έβγαιναν διαρκώς στο φως μ' ανασκαφές δεν τ' άφιναν να γίνουν σκόνη ατά μουσεία για να τα βλέπη κανένας μπλαζέ διευθυντής και να τα βαριέται κανένας αστυφύλακας στενοχωρημένος από έλλειψη εγκλήματος· τα μεταχειρίζονταν στα μοτίβα για την παραγωγή νέας Τέχνης, που θα ήταν όχι απλώς ωραία αλλά και παράξενη.

Εγώ ακούοντας έτσι, και με το να μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως θα εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ διά να την ιδώ. Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά να θεωρήσουν.

Η Κουμπίνα της είπεν, ότι δεν είχον να φοβηθούν τους Τούρκους, καθότι μέσα στα καράβια ήσαν και πολλοί ναύται χριστιανοί. Υδραίοι και άλλοι, κι' αν θα έβγαιναν και Τούρκοι, οπού δεν ήτο πιθανόν να έβγουν, διότι άμα θα εφυσούσε καιρός, στο αμπαγιέρι, ευθύς η αρμάδα θα έφευγε.

Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον.

Δεν επίστευες πως ήσαν νερό εκείνα παρά θηρία ανήμερα, λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες, αρκούδες ασπρομάλλες, που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα σκοτεινά ουρανοθέμελα και ωρμούσαν, κατάρα του πελάγου και πικρή χολή στο άμοιρο καράβι μας.

Η φωνή τους ήτανε γλήγορη, μαλακότερη από του άντρα, και διακρινόταν ότι έβγαιναν από λεπτότερα όργανα. Δεν είχε πολύ σταθερότητα και ήτανε σα να στρίγλιζε κάπως. Παρατηρούσε τα μικρά τους στοματάκια. Διακρίνοντανε άσπρα δόντια και μια κόκκινη γλωσσίτσα που φαινότανε και χανόταν.

Αλλά κι' αν εξακολουθούσε ακόμη μπονάτσα, κι' αν έβγαιναν Τούρκοι, ο Κουμπής έκοβε το σπαθί του, και τα είχε καλά με τους αγάδες, «για το καλό της χριστιανωσύνης», και δεν ετολμούσαν να πειράξουν άνθρωπον.

Και όσο γερνούσαν τα κορίτσια του, τόσο περισσότερο ο ντον Τζάμε απαιτούσε από εκείνες μεγαλύτερη αυστηρότητα στο ήθος. Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του. Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.

Κ' έβγαιναν 'ςτόν ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν την δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο κι οπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.

Τι κρίμας που δεν έχω απάνω μου καμιάν απ' αφτές τις στάτουες τις χαριτωμένες, να σας τη δείξω, να διήτε τι μικρές, τι νόστιμες αλήθεια που είτανε. Οι μικροπολίτες μιλούσανε μια πολύ παράξενη γλώσσα. Συνήθιζαν κάτι λέξες που τις είχαν πρώτα, οι πατέρες τους, οι γιγάντοι. Μα όταν έβγαιναν από το μικρούτσικο τους το στοματάκι φάνταζαν πολύ περίεργα.