United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.

Δε μας έτρεφε το ξενοδούλι πια τώρα. Το κατώγι μας είτανε γεμάτο, τα κουκούλια μας έβγαζαν το μετάξι τους, ως και βαμπάκι δε μας έλειπε. Ως και σουσάμι, είχαμε για τις πήττες μας. Μα μένα με κρυφόδερνε μια στέρηση και μια λύπη που δεν έσωνε μήτε μετάξι μήτε σουσάμι να μου τη διώξη.

Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντατο νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδη, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ, ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.

Αρματώνονταν από τη μια κι από την άλλη μεριά. Έπιαναν έτσι σαν οχτροί τα βοσκοτόπια απάνου. Λημέριαζαν, ξενύχτιζαν εκεί όλο το καλοκαίρι. Εκείνοι εχυμούσαν με χουγιακτά και με ποδοβολή κ' έβγαζαν τα κοπάδια από τα βοσκοτόπια. Τούτοι πάλι πετιώνταν από τα ριζιμιά που παραφύλαγαν το ζωντανό βιο τους κ' έπαιρναν ομπροστά σαν τραγιά τους κυνηγητάδες.

Βλέποντάς με εκεί ελεύθερον από τον κίνδυνον, εδόξασα τον Θεόν που με εφύλαξε, και έμεινα εκεί το επίλοιπον της νυκτός. Φθάνοντας η ημέρα ανέβηκα με πολύν κόπον εις την κορυφήν του βουνού, επειδή ήτον δύσβατον. Εσυναπάντησα εκεί πολλούς χωριάτες που έβγαζαν κρυστάλλι από κάποια μεταλλία και το έφερναν υστερώτερα και το επουλούσαν εις την Όρμαν.

Τα σχέδιά μου ημπορεί αυτό να τ' ανατρέψη και να κρημνίση όλα μου τα όνειρα. Εξ άλλου, πολύ πικρά τα νέα του δεν είναι δι' εμένα. Θα στείλω την απάντησινολίγον. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Κι' ο Εδμόνδος πού ήτον, ενώ έβγαζαν τα 'μάτια του πατρός του; ΑΓΓΕΛ. Συνώδευε την δούκισσαν εδώ. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εδώ δεν ήλθε. ΑΓΓΕΛ. 'Σ τον δρόμον τον απήντησα κ' επέστρεφεν, αυθέντα. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Γνωρίζει το κακούργημα;

Έτσι είπε, και πατώντας τον τραβάει το χάλκινο όπλο οχ την πληγή, κι' ανάσκελα τον σπρώχνει απ' το κοντάρι. Κι' εφτύς το πήρε κι' έτρεξε κατά τον Αφτομέδο, αμαξολάτη ισόθεο του φτερωτού Αχιλέα, 865 τι του διψούσε τη ζωή. Μα αφτόν μακριά απ' τη μάχη τον έβγαζαν τ' αθάνατα γοργόποδα άλογά του, δώρα λαμπρά πούχαν θεοί δοσμένα στον Πηλέα.

Αλλ' είσαι άρα γε εις θέσιν να ειξεύρης πόσοι εκ των προσφιλών συμπολιτών σου είνε χορτάτοι, και πόσοι δεν είνε; Μην αμφιβάλλεις ότι οι πλείστοι είνε πεινασμένοι, διότι αν δεν ήσαν, όλοι θα έβγαζαν κάλπας, διά να γείνουν βουλευταί.

Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά, σαν γιγάντιες αράχνες εκρέμονταν εδώ κ' εκεί και σταχτοκόκκινη σκόνη εκαθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Εκινούνταν κάποτε, έβγαζαν καμμιά σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνα τα πανιά και αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ' ένα γλυκομουρμούρισμα, αποκαρωτικό κ' εκείνο.

Φεύγοντας ο παπάς, μάννα και γυιός γύρισαν και κάθησαν στο κατάφορτο τραπέζι από φαγητά, για να φαν, αλλά ούτε η μάννα, ούτε το παιδί έκαναν το σταυρό ν' αρχίσουν να φαν, σαν κάποιον να περίμεναν, που είταν η θέση του αδειανή στο κεφαλοτράπεζο, εικοσιπέντε ακέρια Χριστούγεννα, κι' άλλους τόσους Άη-Βασίληδες, κι' άλλες τόσες Λαμπρές, κι' άλλους τόσους Άη-Γεώργηδες....-Είκοσι πέντε χρόνια ξενιτειά, είκοσι πέντε χρόνια μάρα και θλίψη, και δάκρυα και κακολογίες δεν είταν μικρό πράμμα για την καημένη την Τασιούλαινα... Είκοσι χρονών είταν όταν παντρεύτηκε τον Τασιούλη, παλληκάρι είκοσι πέντε χρονών, και δυο-τρεις μήνες ύστερα από το γάμο της ο Τασιούλης της ξεκίνησε για τη Βλαχιά με τον Ρόβα τον αγωγιάτη, κι' από τότε ούτε γράμμα, ούτε αντιλογιά... Όταν γέννησε το Γεωργάκη της ο κόσμος λογάριαζαν στα δάχτυλα τους μήνες,.... αλλά δεν έβγαζαν εκείνο πούθελαν, γιατί είταν εννιά μήνες παρά δέκα ακέριες μέρες, αφόντας είχε φύγει ο Τασιούλας, κι' ο Γεωργάκης, όχι εφταμηνίτικο, αλλά είταν και παράειταν στον καιρό του, ένα παιδί σα σαραντισμένο με τα μαλλιά μια παλάμη μακρυά στο κεφάλι του.