Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.
« Μ' εφύλαγαν 'ς το κάστρο τους » Τα Γιάννινα, τα μαύρα, » Κ' εγώ 'σάν τίγρις έτρωγα » Τα τέκνα, τα παιδιά της. » Ακόμα σκούζ' η Αρβανιτιά » Την τόση την ερμιά της. » Όπου το χέρι άπλωνα, » Άναφτε φλόγα, λαύρα.» « Απέθανα. Τρων ήσυχα » Τα Γιάννινα το δείπνο. » Η μάνα χαίρει το παιδί, » Γιατί δε θα το χάση. » Μες 'ςτο κρεββάτι σφίγγονται » Τα νιόνυφα.
Όλαι της πολυκυμάντου ζωής αι περιπέτειαι, πίκρες και βάσανα, είτε χαραί και οδύναι, φωτιά και λαύρα, είτε δροσιά ουρανόσταλτη, κανέν' απ' αυτά, ούτε όλα μαζή δεν ημπορούν να σβύσουν από την μνήμην σου, όσα η θεϊκή σμίλη μια φορά ενεχάραξε.
Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα, Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα, Κι' απώνα βουνό 'ς άλλο Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο, Που απ' άκρη 'ς άκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα Απλώνει 'ς την Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα! Επανεστάτησε ο Γκιαούρ!
Μον τι να κάμω της καρδιάς οπού περιορισμένη Κι από πληγή ανυπόφερτη βαριά μαχαιρομένη, Επρόσταξε το χέρι μου να πιάκη το κοντύλι, Για να σου ειπή τον πόνο της με μαραμένο αχείλι. Αυτή με κάνει στανικώς στη λαύρα της και ζάλη Να χάσω μέτρα λογισμού και γνώσι οχ το κεφάλι. Κι' εγώ, Κυρά, δεν ήθελα να μπω στον έρωτά σου· Δικό μου δεν είν' φταίξιμο, μον φταίγ' η ωμορφιά σου.
Σαν την Γαλάτεια κι' αυτή να γίνη νύφη ζηλευτή, μα νάναι και με προίκα. Κι' όλοι τη νύφη να κυττούν, και να μην παύουν να 'ρωτούν που διάβολο τη 'βρήκα! Μπόι δυο πήχες, κόψι κακή, γένεια με τρίχες εδώ κι' εκεί Κούτελο θείο 'λίγο πλατύ, τρανό σημείο του ποιητή. Δυο μάτια μαύρα, χωρίς κακία, γεμάτα λαύρα, μα και βλακεία. Μακρύ ρουθούνι, πολύ σχιστό, κι' ένα πηγούνι σαν το Χριστό.
Οχ τι φωτιά ανυπόφερτη τα σωθικά μου παίρει, Τώρα που σε χωρίζομαι τι λαύρα που με δαίρει! Ζώντας εγώ να στερευτώ τα μάτια τα δικά της; Έβγα ψυχή μου κι' άφσε με νεκρό κορμί σιμά της! Σ' αφίνω υγιά χρυσό πουλί, για μένα μη δρακρύσης. Αν μ' αγαπάς και σου πονεί τον πόνο να φτουρήσης. Αν κλαίγω, εγώ μη κλαις εσύ, γιατί αν σ' ιδώ να κλάψης, Βάλε κυρά μου γλήγορα τον τάφο να μου σκάψης.
Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.
Αλλ' έλθωμεν νυν εις τα καθ' έκαστα. Πλείονα των δύο ετών είχον παρέλθη αφ' ης στιγμής, υψωθείσης εν Αγία Λαύρα της σημαίας της ελευθερίας, διεξήγετο υφ' ημών κατά γην και κατά θάλασσαν πεισματώδης και ως επί το πολύ νικηφόρος αγών.
Κάμε την χάριν το λοιπόν 'ς εκείνην, η οποία ό,τι ως χάριν σου ζητεί 'μπορεί και να το πάρη, τον αριθμόν των ιπποτών να τον ολιγοστεύσης· κι όσους κρατήσης απ' αυτούς κοντά σου, διάλεξέ τους να είναι όλοι ταιριαστοί με τα γεράματά σου, και άνθρωποι να εννοούν ποιοι είναι και ποιος είσαι. ΛΗΡ Φωτιά και λαύρα! — Τ’ άλογα σελλώσετε αμέσως!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν