United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε σου το είπα; Ο άντρας της πόδι δεν πατάει εδώ μέσα. Ας διαβάσουμ' εμείς το λοιπό. Βέβαιο πως έχουμε την άδεια του Αφέντη, αν όχι της λυγερής του. «... Μοι εστάθη των αδυνάτων χθες. Μη δυσανασχέτει. Έσο βεβαία περί της σήμερον ...» Όμορφο ραβασάκι! Μήτ' αρχή, μήτε τέλος, μήτ' όνομα, μήτε χωριό.

Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.

Μη. . . άφσέ με!. . εψιθύρισε προς τον Μήτρον, ο οποίος προσεπάθει να την κρατήση. Κ' έφυγε, σπεύδουσα προς το χωρίον, βλέπουσα όλα πέριξ συγκεχυμένα εκ της καταστάσεώς της αυτής. Ότε το βλέμμα της λυγερής συνήντησεν εμπρός τον οικίσκον της, έμεινεν επί πολύ αναποφάσιστος, αν έπρεπε να εισέλθη ή όχι. Τα ημίκλειστα παράθυρά του ενόμιζεν ότι την εσάρκαζον.

Πάει και πέφτει ο βασιληάςτης λυγερής τα πόδιαΠάψε, κόρη, τον αργαλειό, πάψε και το τραγούδι, Γιατ' απ' το βρόντο τ' αργαλειού κι' απ' τον γλυκό ηχό σου Ο ήλιος εσταμάτησε, δεν πάει να βασιλέψη, Και καταριέται η αργατειά κι' οι ξενοδουλευτάδες, Κ' ήρθαν μέσ' ς τα παλάτια μου και σκούζουν και φωνάζουν Ή να γιατρέψω το κακό, ή θα με θανατώσουν.

Άμ’ άκουσε της Λυγερής τ’ αγαπημένα λόγια, Ο Κωσταντής ξεκίνησε και πάη στ’ αρχοντικό του, Και πριν να σώση ο καιρός και κλείσουν τρεις βδομάδες. Η Λυγερή αποκέντησε τ’ ωριόπλουμο μαντήλι, Κατά πώς την ωρμήνεψε και το ήθελε η καρδιά του, Κι’ αμέσως του προβόδησε το ρόιδο και το μήλο , Το ρόιδο για το κέντημα, το μήλο για το γάμο.

Στερούσουν όμως, αν τύχαινε κ' ήθελες μάθημα τέχνης από το φυσικό, στερούσουν τα σκέλια, κρυμμένα καθώς είταν μες στα μακριά τα στιβάνια. Στέκετ' ομπρός στο μισόγεμο το σακκούλι ο Πανάγος. Γνωρίζοντας τις συνήθειες της λυγερής, το μαντεύει κατά που τράβηξε, και τηράει μαριόλικα προς τα κάτω.

Όμως γιατί των Τρώων να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδωπέρα να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης; Τι, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο 340 τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιας τήνε πήρα σκλάβα.

Οι οφθαλμοί της κουρασμένοι, σχεδόν έκαιον εκ της εντάσεως· η καρδία της εβροντοκτύπα εκ της ανυπομονησίας· η περιέργειά της, κορυφουμένη ένεκεν των εμποδίων, της έκοπτε την αναπνοήν· η χειρ της λυγερής επόνει τρυπωμένη επί των βόλων του χώματος κ' έτρεμεν ελαφρώς, απηυδηκυία υπό το βάρος του σώματος, χαλαρουμένου ολονέν.

Δεν ηδύναντο να εννοήσουν διατί έκοψεν αίφνης να συντροφεύη εις την βοσκήν τα γαλιά και ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των τας παραδοξοτέρας δι' αυτήν εικασίας. Εκτός όμως των ξένων ήρχισαν και η μήτηρ και η αδελφή του Στάθη να κρίνουν αυστηρώς την θεληματικήν αυτήν κάθειρξιν της λυγερής.

Και τα πουλιά που κελαϊδούν λες και την χαιρετούνε, Τα δέντρα που φουρφουλογούν 'ςτής χαραυγής τ' αγέρι, Λες και ξυπνούν, ξαφνίζονται 'ςτής λυγερής το διάβα, Κι' αναμερώντας τα κλαδιά τώνα ρωτάει τ' άλλα Ρωτάει ο γράβος το φτελιά, ο πεύκος το πλατάνι, Το κυπαρίσσι τη ιτιά, κ' η λυγαριά τη δάφνη: — Ποια νάν' εκείνη που περνά, μη νάν' καμμιά Νεράιδα;