Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ' ολίγα δευτερόλεπτα και έπειτα είπε·Τι μ' δίνεις, Στάθη, να κατηβώ εγώ, να σ' τσ' ανεβάσω; — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης. — Τουλόου σ', Στάθη, έχεις γ'ναίκα και πηδιά . . . Άφσε να κατηβώ ηγώ, απ' δεν έχου στουν ήλιο μοίρα. — Ο Στάθης εσιώπα.

«Η καρδία μου θα πάλλη πάντοτε υπέρ της Ηπείρου». ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Ω, πού με φέρεις, μάγισσα και πλάνα φαντασία! ............................................... Μη, μη με παςτα Γιάννινα! Εκεί με κυνηγούνε Οι Τούρκοι να με πιάσουνε, το αίμα μου να πιούνε. Άφσε μ' εδώ, 'ς τα ελεύθερα βουνά, 'ς την Αιτωλία.

Είτα, επειδή ο νέος εφαίνετο ανησυχών ακόμη, — Να μη μας πιάσουν μοναχά, επέφερεν εκείνη. Δε με μέλει τι θα πη ο κόσμος, να! ούτε τόσο-δα, καρφί δε μου καίεται! Εμείς να είμαστε αθώοι και άφσε τους ανόητους να μας κατηγορούν!

Οχ τι φωτιά ανυπόφερτη τα σωθικά μου παίρει, Τώρα που σε χωρίζομαι τι λαύρα που με δαίρει! Ζώντας εγώ να στερευτώ τα μάτια τα δικά της; Έβγα ψυχή μου κι' άφσε με νεκρό κορμί σιμά της! Σ' αφίνω υγιά χρυσό πουλί, για μένα μη δρακρύσης. Αν μ' αγαπάς και σου πονεί τον πόνο να φτουρήσης. Αν κλαίγω, εγώ μη κλαις εσύ, γιατί αν σ' ιδώ να κλάψης, Βάλε κυρά μου γλήγορα τον τάφο να μου σκάψης.

Έπρεπε να φτάσουν εκεί για να ροβολήσουν στις καλύβες τους. Ένα μεγάλο ολανθισμένο αγιόκλημα καθόταν εκεί, σα να περίμενε. Το είδε η γριά και της φάνηκε Χάρος· το είδε κ' η νια, χαμογέλασε. — Άφσε με, μαννίτσα ... είπε ανυπόμονα. — Ναι· σ' αφίνω ... εψιθύρισε η γριά πάσχοντας να κράτηση τ' αναφυλλητό.

Οι δυο καμάται, οίτινες ήσαν συνεργοί της αρπαγής, ηκολούθησαν μετ' αυτούς. Ο είς εκάθισεν επί της πρώρας, και ο έτερος ηθέλησε να υπάγη προς την πρύμναν, εις το πηδάλιον. — Άφσε, κυβερνώ εγώ, είπεν ο Κουμπής. Ο άνθρωπος επέστρεψεν εις την πρώραν. Ο νησιώτης προεστώς έλαβε τους οίακας, αι κώπαι έπληξαν τα κύματα, και μετά είκοσι λεπτά η βάρκα έφθασε παρά το πλευρόν της ναυαρχίδος.

Συ είσαι νιος και βλέπεις. — Ε, πώς νυστάζω. — Α, υπναρά. — Άφσε με να κοιμηθώ. — Νάνι, νάνι, το μικρό. — Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος. — Δεν ακούς και τον Μάχτο; — Πού 'νέ τος; — Σηκώθηκε. — Τι κάνει; — Μιλά με τον πατέρα σου. — Ε, άφσε τους να 'μιλούν. — Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο; Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον.

Κυρά Παναγήνα, πάρε αυτό το ταψί αμανάτι, να με δανείσης τέσσερα σβάντζικα· θέλω να πάω τον άνδρα μου, που τον έχω άρρωστο, στη χάρι της, στην Καισαριανή, και λεφτά δεν έχω. — Να, πάρε δύο σβάντζικα, είπεν η Παναγήνα, αυτά μου βρίσκονται. Άφσε το ταψί σου εδώ, και σαν ευκολυθής, φέρε τα δυο σβάντζικα να το πάρης.

Άφσε με. — Άφσε με και συ. — Να. . . Οι δύο αντίπαλοι ωπισθοδρόμησαν αίφνης ολίγα βήματα αποχωρισθέντες. Πριν όμως οι πέριξ θεαταί προφθάσουν ν' απορήσουν διά τούτο, είδον αυτούς πάλιν με τα μακρά χαρμπιά εις χείρας επιπίπτοντας κατ' αλλήλων μετά τόσης σφοδρότητος, ώστε επίστευσαν ότι θα εσκορπίζοντο εις κόνιν εκ της συγκρούσεως.

Μη. . . άφσέ με!. . εψιθύρισε προς τον Μήτρον, ο οποίος προσεπάθει να την κρατήση. Κ' έφυγε, σπεύδουσα προς το χωρίον, βλέπουσα όλα πέριξ συγκεχυμένα εκ της καταστάσεώς της αυτής. Ότε το βλέμμα της λυγερής συνήντησεν εμπρός τον οικίσκον της, έμεινεν επί πολύ αναποφάσιστος, αν έπρεπε να εισέλθη ή όχι. Τα ημίκλειστα παράθυρά του ενόμιζεν ότι την εσάρκαζον.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν