United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αγκούτσας, με το ηλιοκαές και ρικνόν πρόσωπον, με τα πυκνά αχτένιστα μαλλιά, έμεινε σύνοφρυς επ' ολίγα δευτερόλεπτα και έπειτα είπε·Τι μ' δίνεις, Στάθη, να κατηβώ εγώ, να σ' τσ' ανεβάσω; — Θα κατεβώ εγώ, απήντησεν ο Στάθης. — Τουλόου σ', Στάθη, έχεις γ'ναίκα και πηδιά . . . Άφσε να κατηβώ ηγώ, απ' δεν έχου στουν ήλιο μοίρα. — Ο Στάθης εσιώπα.

Τουλόου σ' μην τον θέλης τον σαστικό σου νάναι στραβός; είπε χωρίς να πειραχθή, ο Νταντής . . . Εβίβα! Καλή σαράντισι! Κ' έπιεν απνευστί το μικρόν ποτήριον. — Καλό σας βράδυ! Εφορτώθη την ζεμπίλαν, κ' επήγε διά τον ταρσανάν.

Γλέπ'ς κει δα κάτ' είν' η γίδης στριμουμέναις κ' η δυο, τουλόου σ' πού θα πατήσης να τσ' δέσης να τσ' ανεβάσης απάν'; Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παππα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρο σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ' έσεισε την κεφαλήν. — Αποκοτιά, είπε, μεγάλ' αποκοτιά.

Τουλόου σ' θα το βαφτίσης, κουμπάρα! . . . Τι κρίμα που δεν μπορώ κ' εγώ νάρθω, να γείνω νουνά. — Ας είσαι καλά, συντέκνισσα, είπεν η γραία. Μου έχεις βαφτίσει δύο παιδιά απ' το λαιμό σου, και τα δυο ζούνε . . . Τώρα εγώ θα κάμω τη νουνά. Επήγαν μέχρι του ενοριακού ναού, είτα εξεκίνησαν.