United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσα καλά μας έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια. Γοργώ μου, τι θα γίνωμε; πώπω τι κόσμος πούνε! Να τάλογα του βασιλιά. Κύττα μη με πατήσης, φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια αυτό το κόκκιν' άλογο' για 'δές τι άγριο πούνε!

Πώς είν’ και τόλμησες μπροστά μου να ’λθης και να πατήσης του σπιτιού μου το κατώφλι, συ φανερά το βασιλιά που έχεις σκοτώσει, και που ληστής του θρόνου μου να γείνης θέλεις.

Δεν είνε προκοπή, είπεν αποφασιστικώς ο Στάθης ο Μπάζας· έλα να με καλουμάρετε κάτω, να ιδώ τι θα κάμω. . . . Η θειά-Αρετώ ήρχισε να κάμνη πολλούς σταυρούς, εξισταμένη διά τον τολμηρόν λόγον του βοσκού. — Πού να σε κατεβάσουν, γυιέ μ' Στάθη μ', έλεγε· πώς να σε κατεβάσουν! Πού θα πας; πού θα πατήσης;

Πού πάω; θα πάρω τους κολλήγους και θα πάω ίσα ναν του χαλάσω τη σπορά. Δε θαν τον αφήσω γω να καλλιεργήση μπροστά στη μύτη μου! — Κάτσε ήσυχα, μωρ' αδερφέ· κάτσε ήσυχα να ζήσης· του είπε με μαλακή φωνή ο Δημητράκης. — Γιατί να κάτσω ήσυχα αφού πατάει τον τόπο μου ; — Μα καλά· πούθε θα περάσης για να πας ως εκεί; Ο Χαγάνος είνε στη μέση. Σ' αφίνει ο Χαγάνος να πατήσης το χτήμα του ;

Αλλά δέξου με αφού είμαι γυμνός. ΕΡΜ. Δεν είσαι γυμνός, φίλε μου, αφού φορείς τόσα κρέατα. Λοιπόν να ταποβάλης, διότι μόνον το έν σου πόδι εάν πατήσης εις το πλοίον θα το βυθίσης. Αλλά και τους στεφάνους τούτους να ρίψης και τα κηρύγματα . ΔΑΜ. Ιδού, είμαι γυμνός, ως βλέπεις, πραγματικώς και ισοβαρής με τους άλλους νεκρούς. ΕΡΜ. Έτσι ελαφρός είσαι όπως πρέπει, ώστε έμβαινε.

Οι ευνούχοι ερευνώντες με ηύραν υποκάτω εις τον θρόνον, και εβγάζοντάς με από εκεί με έσυραν εις τους πόδας του βασιλέως, ο οποίος βλέποντάς με μου είπεν· ω άνομε και ταλαίπωρε, τι είνε τούτη η τόλμη σου; εχάθησαν οι γυναίκες από την Αίγυπτον διά εσένα, και ήλθες να πατήσης το παλάτι μου; Τότε εγώ από τον φόβο μου ολίγον έλειψε που να ξεψυχήσω, και άλλο δεν ανέμενα παρά τον θάνατον.

Άμε καλλιά σου απ' εδώ.... Μπιρπάντε...... ΙΑΤ.............Δεν πηγαίνω. ΑΣΤ. Αμέ καλλιά σου διάολε ς' τον άλυσο σε δένω, Να μην πατήσης πγια εδώ γιατί θα σε ξυλίσω. Και ούλα σου τα γιατρικά ς' τη χρεία θα τα χύσω. ΙΑΤ. Πλερώστε με τα γιατρκά πλερώστε και την κούρα, Όλα αυτά κοστίζουνε πενήντα πετσεδούρα .

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• «Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις. αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη. ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275 προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω• ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω, αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου».

Εσύ είσαι εκείνος, μου είπε τότε ο βασιλεύς, που κρατείς κρυφήν συναναστροφήν με την αγαπημένην μου σκλάβαν; αχ, παράνομε, κάνει χρεία ότι θα είσαι πολλά απόκοτος και αυθάδης διά να τολμήσης να πατήσης την τιμήν μου. Δεν ηξεύρεις ότι εγώ είμαι εκείνος που παιδεύω σκληρώς τους πταίστας.

Γλέπ'ς κει δα κάτ' είν' η γίδης στριμουμέναις κ' η δυο, τουλόου σ' πού θα πατήσης να τσ' δέσης να τσ' ανεβάσης απάν'; Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παππα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρο σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ' έσεισε την κεφαλήν. — Αποκοτιά, είπε, μεγάλ' αποκοτιά.