Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ 'Σ ένα ρυάκι επάνω ιτιά γυρμένη τα χλωμά της φύλλα δείχνει μες τον καθρέφτην του νερού 'πού αγάλι ρέει· έφερε η κόρη αυτού φανταστικά στεφάνια από τσουκνίδαις, χρυσολούλουδα και κρίνα, και από τα κόκκιν' άνθη, 'πού οι βοσκοί διακρίνουν μ' επίθετο χοντρό, και 'πού η ψυχραίς παρθέναις τα λέγουν δάκτυλα νεκρών· και ως προσπαθούσε αυτού σκαρφαλωμένη τα πλεκτά της άνθη 'ς τα κλωνάρια, 'πού έκλιναν, να κρεμάση, εκόπη έν' άσπλαχνο κλαδί, και αυτή με τα χλωρά της τρόπαια πέφτει 'ς το ποτάμι οπού την κλαίει.
Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση, ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν 'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• «Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».
Πόσα καλά μας έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια. Γοργώ μου, τι θα γίνωμε; πώπω τι κόσμος πούνε! Να τάλογα του βασιλιά. Κύττα μη με πατήσης, φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια αυτό το κόκκιν' άλογο' για 'δές τι άγριο πούνε!
Κ' εμένα μέσα μου έβρασε κ' εκόχλασε το αίμα κι' από τον πόνο τον πολύ κοκκίνισ' η θωριά μου όπως τα ρόδα γίνονται κόκκιν' απ' τη δροσούλα. Κ' έφυγε, με παράτησε· κ' εμέ ο θυμός με πνίγει πως έτσι μ' επερίπαιξε με τόσες χάρες πούχω.
Την Μεγάλην Πέμπτην η Μπήλιω μετά των άλλων γυναικών έβαψαν τ' αυγά και τα έκρυψαν υπό μίαν κοφίναν μέχρι της Δευτέρας της Λαμπρής, διότι ο πιάνων κόκκιν' αυγό πρότερον χάνει τα πρόβατά του. Η Μεγάλη Παρασκευή είνε διά τους βλάχους πανηγύρι. Εξυπνούν την αυγήν κ' εξημερόνονται εις Λεχαινά, παρατάσσοντες εις τα πλέον συχναζόμενα μέρη της κωμοπόλεως τ' αρνία των προς πώλησιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν