Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Μάτι αυλικού, γλώσσα σοφού, στρατιώτου ξίφος, η απαντοχή, το ρόδο της λαμπρής πατρίδος, ο τύπος της μορφής, των τρόπων ο καθρέφτης, ο ζηλευτός, ο θαυμαστός, χάμω πεσμένος! κ' έρμη εγώ δυστυχής όσο καμμιά κυρία, 'πού των γλυκών του όρκων βύζαξα το μέλι, το εξαίσιον βλέπω, το ευγενές εκείνο πνεύμα ωσάν γλυκόφωνο κουδούνι ραϊσμένο, παράτονο, βραχνό· το αμίμητον εκείνο της νεότητος πλάσμα, ως άνθος, πυρωμένο απ' την παραφροσύνην· αχ! αφανισμός μου, 'πού είδα ό,τ' είδα και οπού βλέπω τούτο εμπρός μου.
Ούτε η σύλληψις του Καγκάλου, τον οποίον ισχυρόν απόσπασμα χωροφυλάκων έφερε σιδηροδέσμιον, ούτε η πανήγυρις την οποίαν ήγον σήμερον, Δευτέραν της Λαμπρής, συνεκίνει τους κατοίκους της Βουνιχώρας.
Την Μεγάλην Πέμπτην η Μπήλιω μετά των άλλων γυναικών έβαψαν τ' αυγά και τα έκρυψαν υπό μίαν κοφίναν μέχρι της Δευτέρας της Λαμπρής, διότι ο πιάνων κόκκιν' αυγό πρότερον χάνει τα πρόβατά του. Η Μεγάλη Παρασκευή είνε διά τους βλάχους πανηγύρι. Εξυπνούν την αυγήν κ' εξημερόνονται εις Λεχαινά, παρατάσσοντες εις τα πλέον συχναζόμενα μέρη της κωμοπόλεως τ' αρνία των προς πώλησιν.
Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.
ΦΕΡΔΙΝ. Απάνω στην ελπίδα πώχω για γαληνές ημέρες, τέκνα καλά, και μάκρος ζωής, μ' ακέραιη την αγάπη που είναι τώρα, το σκοτεινότερο σπήλιο, ο ευκαιρότερος τόπος, η πλέον δυνατή παρακίνηση του κακού μας δαίμονος, δεν θα είναι ποτέ αρκετά να λυώσουν την τιμή μου εις το πάθος, ώστε να βλάψω τον αιθέρα εκείνης της λαμπρής ημέρας, όταν τάλογα του Απόλλωνος για με θέλ' είναι πνιγμένα, και η νύκτα ασάλευτη.
'ς τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 φαδροί φαιδρόν τον έστειλαν 'ς την ποθητήν Ιθάκη.
ΟΦΗΛΙΑ Την έννοιαν θα 'χω της λαμπρής σου νουθεσίας φύλακα της καρδιάς μου· αλλ' αδελφέ γλυκέ μου, μη κάμης όπως ασεβείς κάποιοι ποιμένες· τ' ουρανού το τραχύ και ολόρθο μονοπάτι δείχνουν των άλλων, και ξεχνούν την διδαχήν τους, και, ως ο φιλήδονος 'πού αλόγιαστα ξεδίνει, τρέχουν μες της τρυφής τον ανθισμένον δρόμον.
Προς την σύζυγόν του δε ιδιαιτέρως έλεγεν ότι έτσι θα περνούσε ο καιρός μέχρι της Λαμπρής και τότε μ' ένα λόγο θα γινόταν αρνί ο Μανωλιός. Έπειτα τι μπορούσαν και να του κάμουν; Να τον δέσουν; Δεν ήτο βώδι ή άλογο. — Αυτός δε δένεται. Και μ' αλυσίδες να τόνε δέσης θα τσι σπάση. Ας τον αφήσωμε να ξεθυμάνη η κουζουλάδα του. Ας δείρη κι' ας τόνε δείρουνε.
Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν· αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις «τα είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν' αναγνώση τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε»,—οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση.
Μόνον το εσπέρας εξήλθε μετά κόπου κ' εκάθισεν έξω παρά την θύραν της καλύβας. Οι αμνοί της Λαμπρής, κάτασπροι ωσάν τα χιόνια εκ του πάχους, εκρέμαντο προ της θύρας των καλυβών καθ' όλα έτοιμοι διά το σουβλί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν