United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' άλλοτες πριν συνάκουσες την προσεφκή μου εμένα, και για το δίκιο μου έστρεξες των Αχαιών τ' ασκέρι και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, Απόλλο, 455 περικαλώ σε, ακόμα αφτόν τον πόθο ξάκουσέ μου· λυπήσου πια τους Αχαιούς και διώξε την πανούκλαΕίπε, και την παράκληση ξακούει ο γιος του Δία.

Και τ' άλλο τούτο θα σου ειπώ και βάλε τοτον νου σου• Κρυφά και όχι ολοφάνερατην ποθητήν πατρίδα 455 ν' αράξης, ότι εχάθηκεν η πίστι απ' ταις γυναίκαις. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, αν 'που 'ναι ακόμητην ζωή για το παιδί μου ακούτε, είτ' είναιτον Ορχομενόν ή 'ς την αμμώδη Πύλο, ή 'ς τον Μενέλαο σιμά, 'ς την Σπάρτη την πλατεία• 460 τι ακόμ' η γη δεν σκέπασε τον θεϊκόν Ορέστη».

Είπε, κι' εκείνος ήθελε, πηγουνοπιάνοντάς τον με το παχύ το χέρι του, σπλαχνιά ναν του ζητήσει, 455 Μον ο Διομήδης χοίμηξε και τούχωσε το λάζο μεσόσβερκά του, κι' έκοψε τα δυο ποντίκια αντάμα, κι' έφαγε χώμα η κεφαλή ενώ λαλούσε ακόμα.

Τέτιος τόπος δεν αχρήζει, Την υγιά σου σαν εγγίζει. 450 Λόγος, κι' έργο· την παλιά τους Απαριάζουν κατοικά τους, Δίχως να χασομερήσουν Μια στιμή, ν' αναχωρήσουν. Ο μικρός ο ταξιδιότης, 455 Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, 460 Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει·

Κι' ενόσω απ' τ' αγκωνάρια αφτοί σκαρφάλωναν κρατώντας κοντάρια χαλκοτρόχιστα, να! ο Έχτορας μια πέτρα 445 αρπάει και φέρνει, πούστεκε εκεί μπροστά στην πόρτα, . χοντρή με μυτερή κορφή· τέτια από χάμου πέτρα γεροί διο αργάτες έφκολα δεν τη φορτώνουν τώρα μέσα σε κάρο, όμως αφτός τη χόρεβε και μόνος. 449 Πώς ο τσοπάνης έφκολα κριαριού κουρά με τόνα 451 σηκώνει χέρι και πολύ δεν τον λυγάει το βάρος, έτσι την πέτρα σήκωσε, και στις σανίδες ίσα πήγε, στις φράχτρες της μπασιάς, μαστροσφιγμένες στέριες αψηλοδίφυλλες, που διο απανωτοί από μέσα 455 σύρτες τις κλιούσαν με μονό καρφί συγκρατημένοι.

Μα ακούστε τώρα τι θα πω, το τι σας καρτερούσε· μιας και σας βάραε ο κεραβνός, σας λέω, με τ' άτια πίσω 455 πια δε θα βλέπατε Έλυμπο και θεϊκά λημέριαΕίπε, κι' αφτές βαριόμησαν, η Αθήνα κι' η Ήρα. Οι διο τους κάθουνταν, η μια κοντά κοντά στην άλλη, και για τους Τρώες συφορές στο νου τους μελετούσαν.

τον δεξιόν ώμο λάβωσε τον χοίρον ο Οδυσσέας κ' εβγήκ' η άκρη της λαμπρής λόγχης 'ς τ' αντίκρυ μέρος. χάμου βροντώντας έπεσε κ' επέταξ' η πνοή του. κείνον επιμελήθηκαν τα τέκνα του Αυτολύκου, 455 και την πληγή του άπταιστου του θείου Οδυσσέα καλόδεσαν και μ' επωδή το μαύρο παύσαν αίμα, κ' έφθασαν εις τα δώματα του αγαπητού πατρός των. τότ' ο Αυτόλυκος και ομού τα τέκνα του Αυτολύκου, αφού καλά τον έγιαναν και τον φιλοδωρήσαν, 460 φαδροί φαιδρόν τον έστειλαντην ποθητήν Ιθάκη.

Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. και η κελλάρισσα να εμβήτον έτοιμον λουτήρα του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450 ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455 απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη. εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460 όπως οπόταν ευρέθηςτην γην την πατρικήν σου μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάςεμένα».

Αυτά 'πε, και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα. 450 και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης, γέρος, 'που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι· εκείνος τότε ωμίλησε με καλήν γνώμη κ' είπε· «Δόστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω· ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν· 455 χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων, να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα τα τέκνα σας, 'που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν, ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν ανδρός μεγάλου, κ' έλεγαν 'που αυτός δεν θα 'λθη πλέον. 460 και τώρα ιδού τι να γενή, τους λόγους μ' αν δεχθήτε· να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθη ζητημένο».

Αλλά κι' εκεί που πάντεχε μ' ασφάλια να γλυτρώση, 455 Ο μαύρος χάρος κι' άλαλος δεν έλειψε να σώση· Τι ο Λαδορρούφης νιόθοντας τον άναντρο σκοπό του, Κι' από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του. Μια κονταριά σαν τώσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει, Κι' από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει· 460 Τα μέλη του ακίνητα κι' αλίγυγα τεντόνουν, Και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ' αμπόνουν.