Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Εσώριαζε απάνω στη μνήμη του βαρειά και κοφτερά τ' αγκωνάρια της αρχαίας· ως που εκείνη πληγωμένη και άρρωστη έπεφτε κάτω σαν το βαρυφορτωμένο ζω. Τότε πιο άρρωστος εκείνος από τη μνήμη του ξαπλωνότανε στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, ένας σωρός από κρέας και κόκκαλα. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και σήμερα. Μα τώρα δεν είνε μόνος. Μαζί του κάθουνται τριγύρω στο τραπέζι και τρεις άλλοι κύριοι.

Κι' ενόσω απ' τ' αγκωνάρια αφτοί σκαρφάλωναν κρατώντας κοντάρια χαλκοτρόχιστα, να! ο Έχτορας μια πέτρα 445 αρπάει και φέρνει, πούστεκε εκεί μπροστά στην πόρτα, . χοντρή με μυτερή κορφή· τέτια από χάμου πέτρα γεροί διο αργάτες έφκολα δεν τη φορτώνουν τώρα μέσα σε κάρο, όμως αφτός τη χόρεβε και μόνος. 449 Πώς ο τσοπάνης έφκολα κριαριού κουρά με τόνα 451 σηκώνει χέρι και πολύ δεν τον λυγάει το βάρος, έτσι την πέτρα σήκωσε, και στις σανίδες ίσα πήγε, στις φράχτρες της μπασιάς, μαστροσφιγμένες στέριες αψηλοδίφυλλες, που διο απανωτοί από μέσα 455 σύρτες τις κλιούσαν με μονό καρφί συγκρατημένοι.

Να σ' πω, το σπίτι προικιό σ' είνε; — Δεν μ' αφίνεις ήσυχη, χριστιανέ; Απήντα πάλιν η χήρα μετά ζωηρότητος. Αλλ' ο σκληρός δανειστής δεν έπαυσε να την ανησυχή. Πολλάκις δε εκείνη τον έβλεπε να περιτριγυρίζΗ την οικίαν με ύφος λαιμάργου γαλής οσφρανθείσης οψάρια, προσπαθών ν' ανακαλύψη και καλά, επάνω εις τ' αγκωνάρια ίσως, ότι η οικία δεν ήτο προικώα.

Ο δε Μανώλης, ενθουσιαζόμενος υπό των εμφανίσεων εκείνων της Πηγής, έκαμνεν επιδείξεις ρώμης, σηκώνων, ως Τιτάν, βαρύτατα αγκωνάρια διά να τα δίδη εις τους κτίστας, προς θαυμασμόν του Καρπαθιώτου. — Μωρέ, της μάνας τον υιόν, αυτός είνε Διενής! Και έκτοτε τον έλεγε παλλαρόν με ολιγώτερα λ και με περισσοτέραν επιφύλαξιν.

Έτσι πέρασαν τα μεσάνυχτα, η ώρα της γύρας ήρθε και σηκώθηκαν όλοι, βγήκαν έξω τραγουδώντας. Οι δρόμοι είταν έρημοι, τα μαγαζιά κλεισμένα, τα σπίτια κατάκλειστα, πήραν τον ένα δρόμο, τον άλλον, όντας στάθηκαν. Αραίωσαν, έπιασαν τ' αγκωνάρια, άλλοι έκατσαν χάμου στο χώμα, άναψαν τα τσιγάρα τους, άφησαν στη μέση το μπουζουκιτζή.

Μα καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν