United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βώδια και πρόβατα και άλογα μαζί, αισθάνονταν κάποια ιερή φρίκη να χαμοπετά επάνω τους, σύγκρυο ναρκωτικό να τα περιγλείφη κ' έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσεν εκεί. Η φάκνα μόνον έτριζε κάποτε, αλλά κ' εκείνη έμενεν ακατάλυτη, ξερομασημένη στο απρόθυμο στόμα τους.

Αν με κρατήση άντρα της η Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιά να τα χαρής με άλλον τυχερώτερον και καλήτερό μου. Είδες τι γίνεται όταν μισεύουν τα σφουγγαράδικα. Έτσι και καλήτερα εγινόταν στον καιρό μας. Όλο το νησί έτρεχε στο ακρωτήρι να τους κατευοδώση. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια επλάνταζαν τον άστατον αέρα περίγυρα. Γλέντι μαζί και σύγκρυο.

— Ε παιδιά, ορθοί! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην ώρα της προσβολής. Μα τίποτα δεν βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανό μέσα στο μυστικό. Όλα κοίτονται λουφασμένα: τα κανονάκια τα ορειχάλκινα, οι αιματοβαμμένοι μπαλντάδες, τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι. Κοίτονται λουφασμένα σαν να τα έχη σύγκρυο. Φαίνονται τρομαγμένα, δισταχτικά κ' εκείνα σαν τους κουρσάρους πριν και σαν τον Καρακαχπέ.

Τα δυο του μάτια μεγάλα και λαμπρά, εγύριζαν φωτεινούς κύκλους την ίριδα κ' έβλεπαν υπερήφανα τον Κόσμο πριν τον λαχτίσουν στην ανυπαρξία. Νάτος! είπα ο θεόσταλτος άγγελος, ο χαλαστής και σωτήρας. Τον έβλεπα με μάτια ορθάνοιχτα και είχα σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγμή επρόσμενα σφυρί να πέση απάνω μου το φριχτό χτύπημα. Πάει τόρα η γη με τους καρπούς, πάει και η θάλασσα με τα ξύλα της!

Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ' τη στερηά, του δρόσισε το βρεμμένο κούτελο του, σα βάλσαμο· συνέφερε. — Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ' την πόρτα. Η όψι σου είναι σαν το αγιοκέρι. — Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κ' ήρθα. Με είχε ταράξει θέρμη αποβραδύς. Σύγκρυο. Ντρεπότανε να φανή λιγόψυχος. — Τι να κάνης, παιδί μου, ξαναείπε. Βαρειά η καλογερική.

Ω μαύρη και τελεία κατάρα του Οιδίποδα και της γενεάς του, ένα κακό μου πέφτει στην καρδιά μου σύγκρυο και σαν μαινάδα για τον τάφο τους εξέσπασα σε μοιρολόγια, ακούοντας το αιματοκύλισμα και τον κακό το θάνατο που βρήκαν· καταραμένη αλήθει’ αυτή του κονταριού τωνε η συναυλία!

Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κ' ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κ' ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθή απ' το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάση μιαν ώραν αρχήτερα, να κλείση τα μάτια του και να πάρη μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της.

Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακκούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κ' ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου. — Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γείνης Πολίτης και συ. — Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.

Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της. Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε καταόξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τάστρα.

Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμι σαν ν' αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ' τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι' ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, τούγνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν' ανασσάνη βαθειά, μα ο αέρας τούλειπε, κι' ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα. Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.