United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους.

Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα, Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα, Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά. Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα, Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα. Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο, Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο. Όσο κι αν έχηςτη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι, Δεν τώχεις καιτα χέρια σου.

Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω, Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε. — Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Και προς αυτόν δακρύζοντας απάντησε ο πατέρας· 280 «Ω ξέν', ευρίσκεσαιτην γην, οπ' ερωτάς να μάθης, και άνδρες αυθάδεις, ασεβείς, παράνομοι, την έχουν· και τ' άπειρ', όσα χάρισες δώρα, χαμένα τα 'χεις, εις την Ιθάκη ζωντανόν αν εύρισκες εκείνον, θα σ' αντιφιλοξένιζε και θα σε προβοδούσε 285 με δώρα, ως πρέπει προς αυτόν 'που μας ξενίση πρώτος. και τώρα ειπέ μου καθαρά, πόσ' έτ' είν' αφού 'δέχθης κείνον τον ξένον έρημον, υιόν μου, άν ποτ' εζούσε, άμοιρον, 'που, των ποθητών μακράν και της πατρίδος, 'ψάριατον πόντον έφαγαν ή 'ς την στερηά θηρία 290 και όρνεα κατασπάραξαν και αχ! δεν τον έχει ενδύσει νεκρόν και δεν τον έκλαψεν η μάννα και ο πατέρας, εμείς 'που τον γεννήσαμεν και τον αγαπημένον άνδρα της η πολύδωρη, φρόνιμη Πηνελόπη, ως πρέπει, δεν ξεφώνησετην ύστερή του κλίνη, 295 ουδέ τα μάτια του 'κλεισεν, ως των νεκρών αρμόζει. και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω, ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου; πού μένει το καράβι σου, 'που σ' έφερ' εδώ πέρα με τους λαμπρούς συντρόφους σου; μη τάχα εις ξένο πλοίο 300 ήσο επιβάτης κ' έφυγαν εκείνοι αφού σε βγάλαν

Εκείνος είναι ένας άξιος θεός και βαστάει ένα ουράνιο πιοτό. Θα γονατίσω μπροστά του. ΣΤΕΦΑΝ. Πώς εγλύτωσες; πώς ήρθες εδώ; ορκίσου απάνου σε τούτο το φλασκί, πώς ήρθες εδώ. Εγώ εγλύτωσ' απάνου σ' ένα βουτσί κρασί της Ισπανίας, ριμμένο στο πέλαο από τους ναύταις, μα τούτο το φλασκί· εγώ ο ίδιος τώκαμ' από δένδρου φλούδα, με τούτα μου τα χέρια, αφού το ρεύμα μ' έσυρε στη στερηά.

Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνη παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, πούθελε από καπετάνισσα να γίνη παπαδιά, για να τον έχη στο φουστάνι της και να τρώη τις προσφορές του κόσμου. Κι' αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πη το όχι.

Αμέτρητα ο Κιουταχής σέρνει μαζύ του ασκέρια, Και κατηβαίνει απ' τα βουνά του Πίνδουτην Ελλάδα 'Σάν μαύρα σύγνεφα βαρηά, που σβύνουνε τ' αστέρια Και κάθε αχτίδα φεγγαριού και κάθε αντηλιάδα, 'Σάν σύγνεφο που ανοίγει Τους τρίσβαθους τους κόρφους του κι' ό,τι κι' αν εύρη πνίγει, Και του Μεχμέτ Αλή πασά ο νιος απ' το Μωρηά, Ο Ιβραήμ ο Αραπάς, πηδάειτη Στερηά, 'Σάν κύμα της πατρίδας του, της Μπαρμπαριάς το κύμα.

Είπε, τ' αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, καιτο κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, 'που τούτον τον αχόρταγοντην πόλι να ζητεύη έπαυσες• ότιτην στερηά θε να σταλή με πλοίο 115τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». Είπαν, κ' εχάρητην ευχήν ο θείος Οδυσσέας. ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• «Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».

Τσιμουδιά δεν αγροικιότανε τριγύρω. Ταστέρια λαμπυρίζανε βουβά στον ουρανό και τα κυματάκια που φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας αποκοιμήθηκαν κι' αυτά. Λες κι' ο Γερο-Θεός, κουρασμένος απ' την αγρύπνια, είχε κλείσει τα μάτια του μέσα στα ουράνια κ' οι άγγελοι στάζαν' αφιόνια πάνω σε στερηά και θάλασσα, καμμιά φωνή να μην ξυπνίση τον Κύριο. Ο Στρατής σήκωσε τα μάτια του πονετικά.

Μα πάλι του ήρθε να σηκώση την άγκυρα, να ζυγώση στο μώλο και να βγη στη στερηά. Τον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά έννοιωθε πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Αληθινό στοιχειό. Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κ' η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κ' έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι.