United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω, Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε. — Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Δε μ' άκουε, αγκάλιασε τον ώμο μου κ' είπε: — Έχεις δίκιο, δεν έπρεπε ναρθούμε. Κι ομολόγησε πως λογάριαζε καιρό την εκδρομή αυτή, πως την επιθυμούσε χρόνια, πως τυχαία, δεν ήξερε κ' η ίδια πώς, της ήρθε η ιδέα πως έπρεπε να γίνη τώρα, τώρα αμέσως. Σταπόκρυφά της όνειρα η ιδέα της εκδρομής αυτής είχε δεθεί τόσο παράξενα με την ιδέα ολάκερης της ευτυχίας μας.

Δεν ήταν έρωτας αυτός με ρόδα και με μήλα μάτανε τρέλλ' αληθινή, κ' έξω απ' τον έρωτά του τίποτα δε λογάριαζε, τίποτα δεν ψηφούσε. Πολλές φορές εγύριζαν απ' τα χλωρά λιβάδια δίχως αυτόν τα πρόβατα κ' έρημα στο μαντρί των· κ' εκείνος τη Γαλάτεια με πόνο τραγουδώντας στα φύκια της ακρογιαλιάς απ' την αυγή ως το βράδυ, ένοιωθε πόνο στην καρδιά κ' έλειων' από τον πόνο.

Ούτε άντρα είδε στο πλευρό της, ούτε σπιτικό έννοιωσε, ούτε παιδιά ανάστησε γύρω της, να της θυμίζουν πως πέρασαν τα χρόνια. Το κάτω-κάτω της γραφής, ποτέ δε λογάριαζε τα χρόνια της. Κι' αν έκανε καμμιά φορά να τα λογαριάση, γρήγορα παρατούσε τον λογαριασμόν αυτόν και τονέ ξέχανε. Δεν είχε χειμωνιάσει η ψυχή της ακόμα, έλεγε κάποτες ο παπάς.

Και λογάριαζε να σμίξη τις μελέτες του και να γράψη ένα έργο που να αποδείξη στον κόσμο μια γενιά με όλες τις αλλαγές που έκαμαν οι καιροί, ως τα σήμερα. Φανταζότανε πως ένα τέτοιο έργο αν έφτανε στο τέλος του, θα ήταν αρκετό να τιμήση και να δοξάση κάθε σοφό της εποχής του. Μα τώρα αναγκάστηκε να τ' αφήση ή να τ' αναβάλη. Για πόσον καιρό ποιος το ξέρει;

Και στη μοναξιά της, όλο λογάριαζε πώς θα λαμποκοπάη στα χρυσά της μαλλιά ο μικρός ήλιος, κορώνα της ομορφιάς της. Τίποτε άλλο δε λογάριαζε. Η καρδιά του Παύλου και τα συλλογικά του ήτανε δικά της και τα κρατούσε στα χέρια της. Ένα περίμενε μόνο, το διαμάντι. Μήνες ήρθανε απάνω στους μήνες κι' ο Παύλος δεν εφάνηκε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε κι' ο χειμώνας και τίποτε. Η Παυλίνα έσκαζε από μέσα της.

Κι' εγώ εκεί 'στ' αγαπητό της Σύρας ξερονήσι είδα το φώς κι' ανέπνευσα την δρόσον του αέρος· κι' αυτό το λέγω, επειδή δεν θέλω να τιμήση η ένδοξος μου γέννησις κανένα άλλο μέρος. Με πόση ήκουσε χαρά η πικραμένη χήρα πως θάχη κι' ένα Συριανό 'στη μαύρη ξενιτειά της! αδιάκοπα λογάριαζε μαζί μου για τη Σύρα, της έλεγα τα πάθη μου, κι' εκείνη τα 'δικά της.

Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια 712 κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα. να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.

Έτσι είπε κι' έφυγε, κ' αφτού τον άφισε μονάχο 35 μ' ελπίδες μέσα στην καρδιά που να γενούν δεν είταν. Έλεγε τάχα πως θα μπει μονήμερα στην Τροία... τυφλός! και δε φαντάζουνταν σαν τι δουλιές ο Δίας λογάριαζε.

Κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί κι' οι άντρες, καρωμένοι από βαθύ ύπνο μαλακό, κοιμούντανε όλη νύχτα· μα του Ερμή τ' αργοφονιά δεν του κατέβαιν' ύπνος, τι όλο λογάριαζε το πώς να βγάλει οχ τα καράβια 680 το γέρο Πρίαμο, κλεφτά απ' των φρουρών το λόχο.