United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρίτος τ' Ατριά σηκώθη ο γιος, ο καστανός Μενέλας, του Δία θρέμμα, κι' έζεψε διο γλήγορα άλογά του, τον Πόδαργο, δικό του ζω, και τ' αδερφού την Αίθα, 295 που ο Χέπωλος την έδωκε του βασιλιά Αγαμέμνου ροσφέτι, τι ήθελε στην Τρία μαζί του να μη σύρει, παρά στον τόπο του έτσι αφτού να μείνει, και το βιος του να χαίρεται που τούδωκε χουφτιές τα πλούτη ο Δίας, μες στη Σικιώνα που πλατιά στολίζουν χοροστάσα· αφτή έζεβε ενώ ακράτητη να τρέξει λαχταρούσε. 300

Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια 712 κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα. να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.

Μα παραχώρησες σ' αφτά θα κάνουμε κι' οι διο μας, εμένα εσύ και πάλι εγώ εσένα θα σου κάνω, κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί θα παν κατά πώς πάμε. Μον τώρα πες της, μην αργείς, της Αθηνάς να τρέξει στους πολυτάραχους στρατούς των Αχαιών και Τρώων, 65 κι' έτσι να κάνει π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκη

Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε·Πιάστε την! . . . Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό! Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχεν. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.

Έγραφα, έγραφα. Και θυμήθηκα πως είχα τρέξει σα δαιμονισμένος με το αμάξι, με την ιδέα πως το παιδί μου είτανε πεθαμένο. Μα δε συλλογιζόμουνα πια το παιδί μου. Συλλογιζόμουνα εκείνη, εκείνη που έπρεπε να είμαι όλος δικός της αν είτανε δυνατό να έμενε μαζί μου, αν το αφάνταστο γινότανε πραγματικότητα, αν πέθαινε ο Σβεν.

Τότε η Χαδούλα εστάθη, κ' εφώναξε μακρόθεν προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον·Φεύγω! . . . Πάω να . . . Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει ακόμη ολίγα βήματα, κ' ήλθε πλησιέστερα προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι' αυτή, αποφασιστικώς, προέβη δύο ή τρία βήματα πλησιέστερα προς εκείνον. Η Φραγκογιαννού επεκαλέσθη εις βοήθειαν όλην την ετοιμότητά της. Ηυτοσχεδίασε.

Τότες της λέει του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας «Έννια σου, τριτογέννητη παιδί μου, δε μιλούσα με την καρδιά μου. Όχι, εγώ να πικραθείς δε θέλω. Σύρε — σ' αφίνωόπου ποθείς, κι όπως ορίζεις κάνε185 Είπε, και στέλνει τη θεά στον κάμπο χέρι χέρι, όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε· κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε τα κορφοβούνια κάτου.

Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξει δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρεμάση το σώμα κατά κεφαλής. Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν·Γιάννη! . . . Γιάννη! . . .

Μα το να πάω μαζί σου εγώ, μετά χαράς πηγαίνω· μα κι' άλλους ας σηκώσουμε, το μαχητή Διομήδη με το Δυσσέα, του Οϊλιά τον Αία, και το Μέγη. 110 Μα ας τρέξει, αν έχεις άθρωπο, κι' αφτούς να κράξει ακόμα, τον άρχοντα το Δομενιά, τον Αία του Τελαμώνα· τι αφτών στην άκρη βρίσκουνται μηδέ σιμά τα πλοία.

Αλλ' είδαν τάχα ακριβώς, ή ενόησαν, ή εγνώριζαν το μονοπάτι το οποίον είχε πάρη αυτή; Και μήπως είχε τρέξει όλην την ώραν ένα και τον αυτόν δρόμον; Καταρχάς είχε στραφή δεξιά, ως να ήθελε να πάρη τον κατήφορον, είτα εστράφη αριστερά, κ' έτρεξε τον ανήφορονμε όλον το μειονέκτημα το οποίον είχεν ο ανηφορικός δρόμος διά να λαχανιάση τις, όταν καταδιωκόμενος βιάζεται να τρέχη.