United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία ήξευρε τι έλεγε· και ωμιλούσε βεβαίως συνθηματικήν γλώσσαν, ήτις πρέπει να ήτο καταληπτή εις τας υποχθονίους δυνάμεις. Δύο ματάκια είχεν, αναμφιβόλως, κατ' αλληγορικήν έννοιαν η Ζουγράφω, τον Γιάννην και τον μικρόν Στέλιον. Ύστερον από τόσον κρύο και παγετόν και πείναν και δυστυχίαν, το άρρωστον μικρόν εχειροτέρευσεν.

Αλλ' ο παπ' Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας, και με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν εκεί. Τέλος ο ιερεύς εύρε μέσον τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννην τον Κούτρην.

Επλήρωσεν εν κρότω δεκάρων τα ποτά, είτα απευθύνας τον λόγον προς τον Κωνσταντήν τον Καλόβολον, όστις ίστατο παράμερα με τον φίλον του τον Γιάννην της Κ'σάφους, — Ε! Τι έχουμε, Κώστα; . . . Πώς πάει το κόμμα σας; είπε. — Ποιο κόμμα μας, κυρ-Λάμπρο; απήντησεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος· το κόμμα μας είνε το κόμμα σας. — Τι; είμαστε από ένα κόμμα; — Δεν το ξέρετε;

Τότε η Χαδούλα εστάθη, κ' εφώναξε μακρόθεν προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον·Φεύγω! . . . Πάω να . . . Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει ακόμη ολίγα βήματα, κ' ήλθε πλησιέστερα προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι' αυτή, αποφασιστικώς, προέβη δύο ή τρία βήματα πλησιέστερα προς εκείνον. Η Φραγκογιαννού επεκαλέσθη εις βοήθειαν όλην την ετοιμότητά της. Ηυτοσχεδίασε.

Άνθρωποι ήκουσαν τον βρόντον και τον συριγμόν, έτρεξαν, και είδαν τον φονέα και το θύμα. Όχι μακράν απείχεν ο σταθμός του Τούρκου, του &Γιαορκητζή&, ή τελωνοφύλακος. Υπήρχον και δύο νιζάμηδες, στρατιώται, εκεί πλησίον. Οι χωρικοί εφοβέριξαν τον Γιάννην.

Και έκτοτε ο μπάρμπ’-Αλέξης ο Καλοσκαιρής ωρκίσθη να μη παραβή επί ζωής του τους περί ναυτιλίας νόμους, και να μη συνταξειδεύση πλέον με τον Γιάννην τον Πανταρώταν. Είχα τάξιμο να υπάγω στην Κεχριάν να ψάλω το «Πεποικιλμένη». Από χρόνων δέκα κεδέν είχα επισκεφθή την Παναγίαν την Κεχριάν. Και παρημέλησα το τάξιμόν μου, και δεν απεφάσιζα να υπάγω.

Τούτων ένεκα, μεγάλης χαράς ήτο αφορμή διά τον μπάρμπ’-Αλέξην, όταν κατώρθωνε «στη χάσι και στη φέξι» να έχη κανένα επιβάτην, τον οποίον, εν ανάγκη, να &περάση& ως τον περίφημον Γιάννην τον Πανταρώταν. Αλλά πού επιβάτης; ποίος ετόλμα να πατήση τον πόδα εις την παληόβαρκαν;

Ο Αγησίλαος ουδέν απήντησεν, αλλ' εξελθών της αιθούσης, και καλέσας τον υπηρέτην του Γιάννην, είπεν εις αυτόν ολίγας λέξεις ταπεινή τη φωνή. Μετά τινας στιγμάς ο Γιάννης έκρουεν, ως είδομεν ήδη, την θύραν του κυρ Δημήτρη.

Ανέβησαν εις το Κάστρον όπου συνήντησαν τον Αργύρην της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του τον Γιάννην τον Νυφιώτην.

Ο ήλιος όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες. Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεψε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ' έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς. Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος·Πού πας, θεια Γαρουφαλιά; — Σιώπα! παιδί μου του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό!